Επτανησιακή Σχολή (μουσική)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Επτανησιακή μουσική Σχολή είναι η πρώτη μουσική «σχολή» στην Ελλάδα που επηρεάστηκε από τον δυτικό τρόπο μουσικής (την κλασική μουσική). Ιδρύθηκε από τον Νικόλαο Χαλκιόπουλο Μάντζαρο και διήρκεσε από τον 19ο έως τις αρχές του 20ού αιώνα.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Επτανησιακή Σχολή μπορεί να χωριστεί σε δύο περιόδους ανάλογα με τις γενιές των συνθετών: την 1η και την 2η Γενιά.

Πριν την Επτανησιακή Σχολή (1386 - 1797)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το θέατρο Σαν Τζάκομο της Κέρκυρας.

Γενικά στη μελέτη της μουσικής εικόνας στην Ελλάδα αμέσως μετά την Επανάσταση του 1821 διαπιστώνεται να μη διαφέρει και πολύ από εκείνη της περιόδου της Τουρκοκρατίας με την κυρίαρχη παρουσία του δημοτικού τραγουδιού σ΄ όλα τα είδη του, κατά ύφος και έκφραση από περιοχή σε περιοχή. Απαντάται όμως ακόμη η εκκλησιαστική μουσική σε βραδεία εξέλιξη καθώς και κατάλοιπα της τουρκικής και αραβοπερσικής μουσικής.

Γεγονός πάντως είναι ότι από το 1386 μέχρι και το 1797 που όλος[εκκρεμεί παραπομπή] ο ελλαδικός χώρος βρίσκεται υπό κατοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τα Επτάνησα ήταν εκείνα που ήρθαν πρώτα σε μουσική επαφή με τη Δύση διά των "καλλιεργημένων" Βενετσιάνων και ειδικότερα με το ιταλικό μελόδραμα. Μάλιστα, το θέατρο Σαν Τζάκομο της Κέρκυρας (το κτήριο έγινε θέατρο το 1720) δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από τα μεγάλα θέατρα της Ιταλίας, καθώς την περίοδο 1771 - 1798 ανέβηκαν εκεί 45 όπερες.[1] Συνέπεια αυτού ήταν Επτανήσιοι να είναι και οι πρώτοι Έλληνες συνθέτες, κύριοι θιασώτες των ιταλικών θιάσων που τότε περιόδευαν στα μεγαλύτερα νησιά δίνοντας παραστάσεις, φοιτώντας στη συνέχεια σε μουσικές σχολές της Ιταλίας.[2] Έτσι η μουσική των Επτανησίων φέρεται καθαρά επηρεασμένη κυρίως από ιταλικά μουσικά πρότυπα, αλλά και σε γλώσσα αρχικά στην ιταλική.

Η 1η Γενιά (18151870)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η 1η γνωστή επτανησιακή σύνθεση είναι το (χαμένο) Gliamanti confusi i του Στέφανου Πογιάγου και παρουσιάστηκε στο Σαν Τζάκομο το 1791. Ο Στέφανος Πογιάγος δημιούργησε επίσης την Παρά Φαιάξοιν άφιξις του Οδυσσέα, επίσης χαμένο έργο.

Η πρώτη σελίδα του «Quinteto Φινάλε» από 3η πράξη της όπερας Anna Winter του Ξύνδα (αυτόγραφο του συνθέτη).

Παρά τον Πογιάγο, ιδρυτής της Επτανησιακής Σχολής θεωρείται ο Νικόλαος Μάντζαρος (17951872).[3] Ο Μάντζαρος ήταν Κερκυραίος αριστοκράτης και παρότι είχε μεγάλη επιρροή στην Νάπολη (όπου και σπούδασε) προτίμησε να επιστρέψει στην Κέρκυρα και να εκπαιδεύσει τον τόπο του. Ο Μάντζαρος, έκανε δωρεάν μαθήματα μουσικής (καθώς, παρότι είχε κάνει μουσικές σπουδές, δεν θεωρούσε τον εαυτό του πραγματικό μουσικό δεν ζητούσε λεφτά για τις υπηρεσίες του) με αποτέλεσμα να εκπαιδεύσει πολλούς Επτανήσιους και να σπείρει του σπόρους για την 1η γενιά Επτανήσιων (αλλά και ταυτόχρονα Ελλήνων) συνθέτων. Οι μαθητές του Μάντζαρου έγιναν αργότερα από τα σπουδαιότερα ονόματα της μουσικής των Επτάνησων, όπως ο Παύλος Καρρέρ, ο Σπυρίδων Ξύνδας, ο Δομένικος Παδοβάς, ο Ιωσήφ Λιβεράλης και ο Διονύσιος Ροδοθεάτος. Οι περισσότεροι από αυτούς συνέχισαν τις μουσικές τους σπουδές στην Ιταλία, έτσι η επτανησιακή τεχνοτροπία έμοιαζε πολύ στην ιταλική και οι Επτανήσιοι συνθέτες ακολουθούσαν πάντα τα ιταλικά μουσικά ρεύματα. Για κακή τύχη, πολλά από τα έργα αυτών των συνθετών έχουν χαθεί. Στην εκπαίδευση των Επτανησίων στη μουσική βοήθησαν, επίσης, και οι διάφορες φιλαρμονικές, όπως η Φιλαρμονική Εταιρεία Κερκύρας, που ίδρυσε ο Μάντζαρος με τον Ξύνδα το 1840.

Τα έργα της 1ης γενιάς, είναι κυρίως μελοδράματα και όπερες, στην αρχή μόνο στα ιταλικά ενώ αργότερα και στα ελληνικά, αλλά και μικρές συμφωνίες (όχι με τον όρο της μεγάλης συμφωνίας που είχε καθιερωθεί στη Δύση, αλλά με τον ιταλικό όρο sinfonia), πιανιστικά έργα, μελοποιήσεις ποιημάτων της Επτανησιακής ποιητικής σχολής, καντάδες και άλλα πολλά είδη έργων. Το μουσικό στυλ τους έχει μεγάλη επιρροή από την ιταλική μουσική (και ιδιαίτερα την ναπολιτάνικη σχολή), αλλά πάντα έχει μια δική του ιδιαιτερότητα. Αυτό συχνά παρεξηγήθηκε από τους νεότερους μελετητές και μουσικούς, που κατηγόρησαν την επτανησιακή σχολή για "ιταλισμό". Σπουδαία έργα της 1ης γενιάς είναι η μελοποίηση του Ύμνου εις την Ελευθερίαν (1828), η 1η σωζόμενη ελληνική όπερα Don Crepuscolo (1815), το 1ο έργο για φωνή στα ελληνικά Aria Greca (1827) όλα έργα του Μάντζαρου, η 1η όπερα σε ελληνικό λιμπρέτο Ο υποψήφιος βουλευτής (1867) του Ξύνδα, η όπερα Μάρκος Βότζαρης με τη φημισμένη άρια «Εγέρασα, μωρές παιδιά» γνωστή και ως "Γερο-Δήμος" (1858-1860) του Καρρέρ[4] και το πρώτο επτανησιακό έργο που βασίζεται σε "ελληνικό θέμα Το ξύπνημα του κλέφτη (1847) του Λιβεράλη.

Η 2η Γενιά (1870 – 20ος αιώνας)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αφίσα του Ολυμπιακού Ύμνου που μελοποίησε ο Σπύρος Σαμάρας.

Η 2η γενιά θεωρητικά ξεκίνησε κατά το 1870 και σε αυτήν ανήκουν σπουδαίοι εκπρόσωποι της Επτανησιακής Σχολής και όχι μόνο, όπως ο Σπυρίδων Σαμάρας, ο Ιωσήφ και ο Σπυρίδων Καίσαρης και άλλοι πολλοί. Οι εκπρόσωποι της εκπαιδεύτηκαν μουσικά από τους συνθέτες της 1ης γενιάς. Μετά την προσάρτηση των Επτανήσων στην Ελλάδα, πολλοί συνθέτες της νέας γενιάς εγκαταστάθηκαν στην ηπειρωτική Ελλάδα με σκοπό να διδάξουν την μουσική τους στους ηπειρωτικούς Έλληνες. Έτσι, οι Έλληνες που είχαν συνηθίσει τη δημοτική και βυζαντινή μουσική, γνώρισαν την δυτική τεχνοτροπία μουσικής μέσω των Επτανήσιων. Με την δημιουργία του Ωδείου Αθηνών το 1871, πολλοί Επτανήσιοι πήγαν και δίδαξαν εκεί. Κάποιοι άλλοι Επτανήσιοι συνθέτες αποφάσισαν να κάνουν διεθνή καριέρα, όπως ο Ναπολέων Λαμπελέτ και ο Σπυρίδων Σαμάρας με αποτέλεσμα να γίνουν διάσημοι στο εξωτερικό.

Κατά τα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού, εμφανίστηκε μια νέα μουσική τάση, η δημιουργία "ελληνικής μουσικής" βασισμένης στα κλασικά πρότυπα σε συνδυασμό με ελληνικά μοτίβα. Μερικοί από τους Επτανήσιους υποστηρικτές της ιδέας αυτής ήταν ο Διονύσιος Λαυράγκας και ο Γεώργιος Λαμπελέτ. Ο Λαμπελέτ, ειδικά, οραματίζεται πρώτος την Εθνική Σχολή ήδη από το 1901, όπου δημοσιεύει το άρθρο "Εθνική Μουσική" στο περιοδικό Παναθήναια και μέσα από αυτό (το "Μανιφέστο του Λαμπελέτ" όπως μερικοί το αποκαλούν) εκφράζει τις ιδέες που είχε εκείνος για την Εθνική Σχολή.

Τα έργα της 2ης γενιάς έχουν μία μεγαλύτερη ποικιλία σε στυλ, καθ’ ότι ακολουθούν το "επτανησιακό" στυλ (κυρίως) της 1ης γενιάς συνδυασμένο και με άλλες μουσικές γλώσσες, όπως η γαλλική. Τα έργα εκείνης της γενιάς απαρτίζονται και πάλι από πολλές όπερες στα ελληνικά και τα ιταλικά (οι περισσότερες του Σπυρίδωνα Σαμάρα) και μελοδράματα (πολλά είναι του Διονυσίου Λαυράγκα, ο οποίος θεωρείται και θεμελιωτής του ελληνικού μελοδράματος), αλλά και από έργα συμφωνικά, για βιολί, πιανιστικά, τραγούδια, καντάδες αλλά και εμβατήρια (κυρίως του Διονυσίου Βισβάρδη και του Σπυρίδωνος Καίσαρη). Χαρακτηριστικά είναι και τα βαλς και οι πόλκες του Ιωσήφ Καίσαρη, ο οποίος γι’ αυτό απέκτησε το προσωνύμιο "Έλλην Γιόχαν Στράους". Χαρακτηριστικά έργα της 2ης γενιάς είναι το συμφωνικό ποίημα Γιορτή (1907;) του Γ. Λαμπελέτ, η Ελληνική σουίτα (1903) του Λαυράγκα, η όπερα Ρέα (1908) και ο Ολυμπιακός ύμνος (1896) του Σαμάρα, το γνωστό βαλς Μη μου άπτου (τέλη 19ου αιώνα) του Ι. Καίσαρη και το εμβατήριο Περνάει ο στρατός (1935) του Δ. Βισβάρδη.

Ο μουσικός "εμφύλιος πόλεμος"[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μουσική εκπαίδευση στην Ελλάδα, ύστερα από την ένωση των Επτανήσων με το ελληνικό κράτος, είχε ανατεθεί κυρίως σε Επτανήσιους μουσικούς. Όμως, σταδιακά από τα τέλη του 19ου αιώνα, η γερμανική μουσική (η οποία είχε ήδη κατακτήσει τα μεγάλα σαλόνια της Ευρώπης) αρχίζει να εισχωρεί και στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα οι πιο "ιταλοπρεπείς" Επτανήσιοι να παραγκωνίζονται. Έτσι δημιουργήθηκε μια διαμάχη ανάμεσα στους μουσικούς από τα Επτάνησα και τους "γερμανόφρονες" συνθέτες που κράτησε για μερικές δεκαετίες.

Στην Αθήνα γίνεται πιο γρήγορα η εξάπλωση της γερμανικής μουσικής καθώς δέχεται και την υποστήριξη της τότε ανερχόμενης αριστοκρατικής τάξης της πρωτεύουσας. Έτσι, το 1899, ιδρύεται το Ωδείο Λότνερ από την γερμανίδα Λίνα φον Λότνερ ενώ το 1891, τη διεύθυνση του Ωδείου Αθηνών αναλαμβάνει ο Γεώργιος Νάζος. Ο Νάζος, μουσικός με (ανολοκλήρωτες) σπουδές στο Μόναχο, έκανε πολλές θετικές καινοτομίες στο Ωδείο έχοντας ως πρότυπο τη γερμανική μουσική διώχνοντας όμως έτσι πολλούς Επτανήσιους μουσικούς που δούλευαν εκεί αντικαθιστώντας τους με ξένους. Οι Επτανήσιοι δυσαρεστήθηκαν με τον Νάζο, γι’ αυτό και δέχθηκε σκληρές κριτικές από τους Γεώργιο Λαμπελέτ και Γεώργιο Αξιώτη μέσω του περιοδικού Κριτική που δημιούργησαν το 1903. Γράφει ο Αξιώτης:

Και εννοεί ο κ. Διευθυντής του Ωδείου Αθηνών, όταν με το δηλητήριον του Γερμανισμού ποτίζη την ψυχήν του αφελούς αυτού κόσμου, ο οποίος από το ίδρυμα του περιμένει μίαν ημέραν να ακούση το πολύφωνο της ψυχής του Τραγούδι που δεν ειπώθη ακόμη, εννοεί το μεγάλο του έγκλημα;

Η διαμάχη έγινε εντονότερη με τη συμπλοκή του Μανώλη Καλομοίρη στο ζήτημα. Ο Καλομοίρης, που ήταν κι εκείνος μουσικά «γερμανόφρονας», υποστήριξε τον Νάζο λέγοντας πως η προσπάθεια του για μουσική μόρφωση των Ελλήνων είναι η σημαντικότερη που έχει γίνει στην Ελλάδα και παράλληλα επιτίθεται στους Επτανήσιους (ειδικά στον Σπυρίδωνα Σαμάρα που εκείνη την εποχή έκανε φήμη στο εξωτερικό) καθώς, λέει, πως η μουσική τους είναι ιταλική και πως δεν ενδιαφέρονται για την ιδέα δημιουργίας εθνικής ελληνικής μουσικής. Οι άποψη για την επτανησιακή μουσική ήταν λανθασμένη, καθώς χρησιμοποιεί και ελληνικά στοιχεία, καθότι και δύο από τους πατέρες της Εθνικής Σχολής ήταν Επτανήσιοι (ο Γεώργιος Λαμπελέτ και ο Διονύσιος Λαυράγκας). Ο Καλομοίρης γράφει στο περιοδικό Νουμάς σε άκρα δημοτική:

Ας μάθουνε οι κύριοι που λένε πως η Ιταλική μουσική συγγενέβει με την Ελληνική, ας μάθουνε πως η δημοτική μας μουσική με τις ιδιαίτερές της τονικές βρίσκεται όξω από τον τονικό κύκλο της Ταλιάνικης, Γαλλικής, Γερμανικής και Δανικής μουσικής, σαν την Νορβέγικη και Ρούσσικη δημοτική μουσική. […] Φανταστείτε τι τόλμη ή αμάθεια χρειάζεται για να πη κανείς πως η μουσική μας συγγενέβει με την Ιταλική, επειδής κ’ είμαστε γειτόνοι! Εμένα τουλάχιστο πιότερο μου θυμίζει ένα Νορβέγικο τραγούδι την εθνική μας μουσική από δέκα Ταλιάνικες όπερες.[5]

Η διαμάχη αυτή μεταξύ Επτανησιακής και Εθνικής Σχολής συνεχίστηκε μέχρι και την 2η δεκαετία του 20ου αιώνα. Το θέμα απέκτησε μεγάλη έκταση και σατιρίστηκε ακόμη και από τον Τύπο της εποχής. Τελικά, οι απόψεις του Καλομοίρη είναι εκείνες που υπερίσχυσαν και οι Επτανήσιοι συνθέτες έμειναν στις σκιές, υποτιμημένοι από το κοινό για αρκετές ακόμη δεκαετίες.

Το τέλος της Επτανησιακής Σχολής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Επτανησιακή Σχολή "τελειώνει" στις αρχές του 20ού αιώνα, με την επικράτηση της Εθνικής Σχολής στο προσκήνιο και την απώθηση της επτανησιακής μουσικής. Οι Επτανήσιοι συνθέτες, όμως, συνεχίζουν να παίζουν σημαντικό ρόλο στο μουσικό κόσμο της Ελλάδας και μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα. Συνθέτες όπως ο Γεώργιος Σκλάβος,ο Αντίοχος Ευαγγελάτος και ο Σπυρίδων Σπάθης συνδύασαν το επτανησιακό στυλ με εκείνο των Εθνικών και χαρακτηρίστηκαν μέλη της Εθνικής σχολής. Ακόμη, η επτανησιακή μουσική παράδοση δεν σβήνει και επιβιώνει μέχρι σήμερα μέσω των φιλαρμονικών εταιριών και των τοπικών μουσικών και μαέστρων στα Επτάνησα.

Μουσικολογικές έρευνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πρώτοι μουσικολόγοι και ιστορικοί που ασχολήθηκαν με το έργο της Επτανησιακής Σχολής βασιζόντουσαν κυρίως στις απόψεις της Εθνικής Σχολής που κυρίως την κατηγορούσε. Ακόμη και το βιβλίο του Θεόδωρου Συναδινού Ιστορία της Νεοελληνικής Μουσικής: 1824-1919 (1919) το οποίο, παρότι θεωρείται σημαντικό και θεμελιώδες μέχρι σήμερα, δεν δίνει έμφαση στην επτανησιακή μουσική και την θεωρεί και αυτό ιταλική .[6] Έτσι, πολλοί την θεώρησαν απομίμηση της ιταλικής μουσικής χωρίς όμως να αμφισβητούν την σημασία της και δεν έκαναν ιδιαίτερα σημαντικές έρευνες πάνω σε αυτήν. Γι’ αυτό και η Επτανησιακή Σχολή ονομάζεται και η «αδικημένη» της ελληνικής μουσικής. Το πρώτο βιβλίο που δικαιώνει τους Επτανήσιους μουσικούς είναι η Νεοελληνική Μουσική (1958), γραμμένο από τον σπουδαίο Κερκυραίο μουσικολόγο Σπύρο Μοτσενίγο. Το βιβλίο αυτό έθεσε τις βάσεις για τις έρευνες που έγιναν από την δεκαετία του 1980 και μετά (κυρίως εκείνες το Γιώργου Λεωτσάκου) που έριξαν φως στις άγνωστες πλευρές της Επτανησιακής μουσικής και διέψευσαν τις προκαταλήψεις των παλαιότερων μελετητών.

Λίστα συνθετών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημειώσεις, παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Music Portal: Επτάνησα - Επτανησιακή Σχολή 1771 - 1900». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Ιανουαρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 2011. 
  2. Από πρόσφατες έρευνες Επτανήσιοι συνθέτες που είχαν αναδειχθεί στη περίοδο της Ενετοκρατίας των Επτανήσων και που μαθήτευσαν στα ιδιώματα της δυτικής μουσικής με πλούσιο συνθετικό έργο ήταν μεταξύ άλλων ο Αγάπιος Παλέρμιος, ο Άνθιμος Νικολαΐδης, ο Μανουήλ Γαζής, ο Ιερώνυμος ο τραγωδιστής, ο Φραγκίσκος Λεονταρίτης κ.ά.
  3. «Ένωση Επτανησίων Ελλάδας: Η μουσική Επτανησιακή Σχολή». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Απριλίου 2012. Ανακτήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 2011. 
  4. Ξεπαπαδάκου, Αύρα (2013). Παύλος Καρρέρ. Αθήνα: Fagottobooks. ISBN 9789606685521. 
  5. "Έντεχνη Ελληνική Μουσική στους Νεότερους Χρόνους", Ρωμανού Καίτη, εκδόσεις Κουλτούρα 2006
  6. Μαλίστα, ο Ζακυνθινός συγγραφέας Γρηγόριος Ξενόπουλος έστειλε γράμμα διαμμαρτυρίας στον Συναδινό γράφοντας του ότι "[...] Ούτε μίαν στιγμήν εις διάστημα πέντε αιώνων , δεν υπήρξαμεν Ιταλοί. Πάντοτε Έλληνες! Εις όλα! Και εις την μουσικήν μας ακόμη. [...]" ( από το βιβλίο "Το θαύμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας" (εκδ. Ρώντας), σελ.368, Η Μουσική στα Επτάνησα, από τον συνθέτη Βασίλειο Π. Παπαδημητρίου)

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • "Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου" τομ. ΕΛΛΑΣ, σελ.1091 κ.έ.
  • "Ελληνικές Μουσικές Γιορτές Κύκλος 6ος" βιβλίο εκδήλωσης
  • "Η Μουσική στην Επτάνησο" του Γ.Σκλάβου από το πρόγραμμα της Κ.Ο.Α., 1945
  • "Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Κλασικής Μουσικής", Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, 2004-05
  • "Έντεχνη Ελληνική Μουσική στους Νεότερους Χρόνους", Καίτη Ρωμανού, 2006

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]