Εθνική μουσική σχολή

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Εθνική μουσική σχολή είναι μουσική σχολή στην Ελλάδα η οποία ασχολείται με τη μουσική γλώσσα με εθνικό χαρακτήρα.

Η δημιουργία της Σχολής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επιθυμία ύπαρξης μουσικής γλώσσας με εθνικό χαρακτήρα υπήρξε ουσιαστικά ο λόγος που οδήγησε στη δημιουργία της ελληνικής Εθνικής μουσικής σχολής στις αρχές του 20ου αι..[1] Για πρώτη φορά οι Έλληνες συνθέτες συνειδητά και με συνέπεια θέτουν το ζήτημα δημιουργίας εθνικής μουσικής.

Επιρροές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολλοί υπήρξαν βέβαια οι παράγοντες που συνέβαλαν ή επηρέασαν το έργο τους, όπως ήταν το πνευματικό έργο της εποχής και κυρίως η ποίηση (Κωστής Παλαμάς, Άγγελος Σικελιανός κ.ά.), τα περιοδικά της εποχής (Νουμάς), το θέατρο (Βασιλικό, Νέα Σκηνή του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου), αλλά και οι διάφορες εθνικές μουσικές σχολές της Ευρώπης. Στα πρώτα της βήματα η σχολή αναζήτησε τις βάσεις για να στηριχθεί, στην παραδοσιακή ελληνική μουσική και συγκεκριμένα στο δημοτικό τραγούδι και τη βυζαντινή υμνωδία, αφού το έντεχνο στοιχείο που χαρακτηρίζει τις ευρωπαϊκές σχολές, δεν υφίστατο ακόμη στην ελληνική μουσική. Αυτό βέβαια ενείχε συγκεκριμένο περιορισμό για τους Έλληνες δημιουργούς που ήταν η μονοφωνία αυτών των δύο ελληνικών πηγών.

Μέλη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πρώτοι συνθέτες που με το έργο τους θεμελιώνουν τη νεοελληνική Εθνική μουσική σχολή είναι οι: Διονύσιος Λαυράγκας, Γεώργιος Λαμπελέτ, Μανώλης Καλομοίρης, Μάριος Βάρβογλης και Αιμίλιος Ριάδης. Οι Έλληνες δημιουργοί στην προσπάθειά τους να συμβάλλουν αποφασιστικά στην ανάπτυξη της μουσικής στην Ελλάδα, πέρα από το έργο τους στη σύνθεση, επεκτείνουν τη δράση τους στη μουσική εκπαίδευση, τη συλλογή, μελέτη και εναρμόνιση δημοτικών τραγουδιών, τη δημιουργία μελοδραματικής κίνησης, την αρθρογραφία σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής και γενικά στην με κάθε τρόπο προβολή και στήριξη της ελληνικής μουσικής ιδέας.

Βασικά χαρακτηριστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα κοινά χαρακτηριστικά των Ελλήνων συνθετών, όσον αφορά στη μουσική τους δημιουργία, μπορούν να συνοψισθούν στα εξής:

  • τη χρησιμοποίηση λαϊκών τραγουδιών και μοτίβων που δεν στηρίζονται στην ευρωπαϊκή μείζονα και ελάσσονα κλίμακα
  • τη χρήση ασύμμετρης μετρικής αγωγής (μέτρων) όπως τα επτά όγδοα (7/8), πέντε όγδοα (5/8) κ.ά.
  • την ιδιότυπη αρμονική γλώσσα, απόρροια των νέων κλιμάκων, με έμφαση στο τροπικό στοιχείο

Βασικοί Έλληνες Δημιουργοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρώτος μεταξύ άλλων ο Γεώργιος Λαμπελέτ (1875-1945) παρακινεί με τη μελέτη του "Η Εθνική Μουσική" τους Έλληνες μουσουργούς να εμπνευστούν από το δημοτικό τραγούδι γιατί όπως δηλώνει «η δημοτική μούσα στη ποίηση και στη μουσική μας, παρουσιάζει ολόκληρη τη σύγχρονη ελληνική ψυχή». Παράλληλα τους ωθεί να καλλιεργήσουν την ελληνική μελωδία εφαρμόζοντας τεχνικές ευρωπαϊκού τύπου όπως η πολυφωνία και η τεχνική ανάπτυξής της με βάση την αντίστιξη και τη φούγκα. Πιστεύει ότι έτσι η μουσική που θα δημιουργηθεί θα είναι η αληθινή εθνική μουσική του μέλλοντος. Επόμενος πολύ σημαντικός δημιουργός, ο Διονύσιος Λαυράγκας (1860-1941) που η προσφορά του σηματοδοτήθηκε από την επί σαράντα χρόνια ακούραστη προσπάθειά του για τη δημιουργία και προκοπή του Ελληνικού μελοδράματος. Επίσης, ευτύχησε να δει ολοκληρωμένο το όνειρο της ζωής του, την ίδρυση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Ο δημιουργός που εδραιώνει οριστικά την νεοελληνική μουσική προσανατολίζοντας την στα πρότυπα των εθνικών σχολών της Ευρώπης είναι ο Μανώλης Καλομοίρης (1883-1962). Γεννημένος στη Σμύρνη και με σπουδές στη Βιέννη είναι εκείνος που ονειρεύτηκε να δημιουργήσει μια αληθινά εθνική μουσική βασισμένη από τη μία στα δημοτικά μας τραγούδια και από την άλλη στολισμένη με τα τεχνικά μέσα των λαών της Ευρώπης και κυρίως των Γερμανών, Γάλλων, Ρώσων και Νορβηγών. Η πλούσια συνθετική δημιουργία είναι έντονα επηρεασμένη από τους θρύλους, την ποίηση και τον έντεχνο νεοελληνικό λόγο (Καζαντζάκης, Σικελιανός, Παλαμάς, Χατζόπουλος). Εξίσου σημαντική μουσική παρουσία ο Μάριος Βάρβογλης (1885-1967) συνδημιουργός της Εθνικής Μουσικής Σχολής με τον Μανώλη Καλομοίρη. Επηρεασμένος κυρίως από τη Γαλλική μουσική κυρίως λόγω σπουδών, το έργο του χαρακτηρίζουν η κομψότητα, το μέτρο και η απλότητα. Εν συνεχεία ο Αιμίλιος Ριάδης (1886-1935) είναι ο συνθέτης που φέρεται να διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο στη δημιουργία και εδραίωση της Εθνικής Μουσικής Σχολής. Με σπουδές σε διάφορα μέρη του κόσμου και συνεπεία αυτού την επαφή του με διαφορετικά μουσικά στυλ, κατάφερε να δημιουργήσει ένα ξεχωριστό εντελώς προσωπικό ύφος. Από την άλλη το έργο του συνθέτη Δημήτρη Λεβίδη (1886-1951) χαρακτηρίζει η συστηματική μελέτη των αρχαίων ελληνικών και ανατολικών κλιμάκων δημιουργώντας μια ιδιόρρυθμη αρμονική γλώσσα, με έξοχες αντιστικτικές επινοήσεις και ηχοχρώματα. Ακόμα ένας συνθέτης που ακολουθεί τις τάσεις της Εθνικής Μουσικής Σχολής, ο Γεώργιος Σκλάβος (1888-1976) έγραψε κυρίως όπερες και σκηνική μουσική. Επίσης, χρημάτισε διευθυντής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής από το 1946 έως το 1949. Ακολουθούν πολλοί ακόμη αξιόλογοι καλλιτέχνες όπως ο Πέτρος Πετρίδης, Ο Γεώργιος Πονηρίδης, ο Ανδρέας Νεζερίτης, ο Αντίοχος Ευαγγελάτος, ο Θεόδωρος Καρυωτάκης, ο Γιάννης Κωνσταντινίδης ο Νίκος Αστρινίδης και ο Σόλων Μιχαηλίδης. Νέοι δρόμοι όμως ανοίγονται τη δεύτερη και τρίτη δεκαετία του 20ού αιώνα με το συνθετικό έργο του Δημήτρη Μητρόπουλου. Διαφέρει ριζικά από το έργο των συνθετών της Εθνικής Μουσικής Σχολής, αφού είναι κύρια επηρεασμένο από τον Κλωντ Ντεμπυσί και τις νεότερες μουσικές τάσεις. Τέλος, το καινούργιο κεφάλαιο στην ελληνική μουσική ιστορία ανοίγεται με τον Νίκο Σκαλκώτα (1904-1949), το έργο του οποίου αναγνωρίζεται σήμερα ως ένα από τα σημαντικότερα της μουσικής δημιουργίας του 20ού αιώνα.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. "Ελληνική Μουσική" Κώστας Μυλωνάς, εκδ. Νεφέλη

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

"Ελληνική Μουσική" Κώστας Μυλωνάς, εκδ. Νεφέλη, 2002