Ιωάννης Μεταξάς

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Για τα υπόλοιπα μέλη της ιστορικής οικογένειας, δείτε: Οικογένεια Μεταξά. Για άλλα πρόσωπα με το ίδιο επίθετο, δείτε: Μεταξάς.
Ιωάννης Μεταξάς
Ο Μεταξάς σε φωτογραφία του 1937
Πρωθυπουργός της Ελλάδας
Περίοδος
27 Απριλίου 1936 – 29 Ιανουαρίου 1941
ΠρωθυπουργόςΚυβέρνηση Ιωάννη Μεταξά 1936
ΠροκάτοχοςΚωνσταντίνος Δεμερτζής
ΔιάδοχοςΑλέξανδρος Κορυζής
Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης της Ελλάδας
Περίοδος
14 Μαρτίου 1936 – 13 Απριλίου 1936
ΠρωθυπουργόςΚυβέρνηση Κωνσταντίνου Δεμερτζή 1935
Υπουργός Εσωτερικών
Περίοδος
4 Νοεμβρίου 1932 – 16 Ιανουαρίου 1933
ΠρωθυπουργόςΚυβέρνηση Παναγή Τσαλδάρη 1933
Υπουργός Δημοσίων Συγκοινωνιών
Περίοδος
4 Δεκεμβρίου 1926 – 4 Ιουλίου 1928
ΠρωθυπουργόςΚυβέρνηση Αλέξανδρου Ζαΐμη 1926 & Κυβέρνηση Αλέξανδρου Ζαΐμη 1927 & Κυβέρνηση Αλέξανδρου Ζαΐμη 1928 διαδοχικά
Υπουργός Στρατιωτικών
Περίοδος
30 Νοεμβρίου 1935 – 29 Ιανουαρίου 1941
ΠρωθυπουργόςΚυβέρνηση Κωνσταντίνου Δεμερτζή 1935 & Κυβέρνηση Ιωάννη Μεταξά 1936 διαδοχικά
Προσωπικά στοιχεία
Γέννηση12 Απριλίου 1871 (1871-04-12), Ιθάκη, Ελλάδα
Θάνατος29 Ιανουαρίου 1941 (69 ετών)
Αθήνα, Ελλάδα
ΕθνότηταΕλληνική
Πολιτικό κόμμαΚόμμα Ελευθεροφρόνων
ΕπάγγελμαΣτρατιωτικός
ΒραβεύσειςΤάγμα του Σωτήρος (1913)
Υπογραφή
Στρατιωτική υπηρεσία
ΠίστηΕλληνικός Στρατός
Υπηρεσία/κλάδοςΜηχανικό
ΒαθμόςΥποστράτηγος
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Ιωάννης Μιχαήλ[α] Μεταξάς (Βαθύ Ιθάκης, 12 Απριλίου 1871 - Αθήνα, 29 Ιανουαρίου 1941) ήταν Έλληνας στρατιωτικός, πολιτικός και δικτάτορας.

Μεγάλωσε στην Ιθάκη και την Κεφαλονιά και το 1885 γράφτηκε στη Σχολή Ευελπίδων, όπου αποφοίτησε με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού του μηχανικού. Έλαβε μέρος στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 ως μέλος του Γενικού Επιτελείου. Μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία στην Πολεμική Ακαδημία του Βερολίνου (1899-1903), όπου τον έστειλε ο τότε Διάδοχος Κωνσταντίνος. Μετά το Κίνημα στο Γουδί μετατέθηκε στη Λάρισα, αλλά οι στρατιωτικές του ικανότητες και η εύνοια του διαδόχου τον επανέφεραν σύντομα στο προσκήνιο. Από το 1910 έως το 1912 ήταν πρώτος υπασπιστής του Ελευθέριου Βενιζέλου, ως υπουργού Στρατιωτικών. Ήταν κορυφαίο στέλεχος του Γενικού Επιτελείου κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους και έπειτα υπαρχηγός του έως τον Αύγουστο του 1916. Διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο την περίοδο του Εθνικού Διχασμού το διάστημα 1914-1917 και γι'αυτό εξορίστηκε από τους Γάλλους στην Κορσική το 1917. Δραπέτευσε και έμεινε στην Ιταλία μέχρι την επικράτηση των φιλοβασιλικών στις εκλογές τον Νοέμβριο του 1920. Επέστρεψε στην Ελλάδα, προήχθη σε υποστράτηγο και αποστρατεύθηκε, αρνήθηκε όμως να λάβει μέρος στη Μικρασιατική Εκστρατεία.

Τον Οκτώβριο του 1922 ίδρυσε το Κόμμα Ελευθεροφρόνων, το οποίο κατάφερε πολλές φορές να εισέλθει στη Βουλή. Η μεγαλύτερη εκλογική επιτυχία του ήταν το 1926, όταν το κόμμα του αναδείχτηκε τρίτο σε δύναμη, αλλά στις επόμενες αναμετρήσεις συγκέντρωσε χαμηλά ποσοστά. Αναμείχθηκε στο κίνημα Λεοναρδόπουλου-Γαργαλίδη το 1923, αναγνώρισε ωστόσο την Αβασίλευτη δημοκρατία στο δημοψήφισμα του 1924. Το 1926-1928 συμμετείχε ως υπουργός συγκοινωνίας στην οικουμενική κυβέρνηση Ζαΐμη. Ανέλαβε το υπουργείο εσωτερικών στην κυβέρνηση Τσαλδάρη το 1932 και υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου το 1935. Μετά την παλινόρθωση της βασιλείας, διορίστηκε από τον Βασιλιά Γεώργιο Β΄ το Μάρτιο του 1936 αντιπρόεδρος και υπουργός Στρατιωτικών της κυβέρνησης Δεμερτζή και στις 13 Απριλίου Πρωθυπουργός της Ελλάδας. Με πρόσχημα τον κομμουνιστικό κίνδυνο και με τη συγκατάθεση του Γεωργίου, επέβαλε πραξικοπηματικά την κατάργηση του κοινοβουλευτισμού και το δικτατορικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου. Μετά την ιταλική εισβολή τον Οκτώβριο του 1940, ηγήθηκε της πολεμικής προσπάθειας έως τον θάνατό του τον Ιανουάριο του 1941.

Ο Μεταξάς έμεινε στην ιστορία για την απόρριψη του ιταλικού τελεσιγράφου της 28ης Οκτωβρίου 1940, που του επιδόθηκε από τον Ιταλό πρέσβη Εμμανουέλε Γκράτσι Η πράξη αυτή αποκρυσταλλώθηκε συμβολικά στον επίσημο κρατικό λόγο και στη δημόσια ιστορία, και εντυπώθηκε στη συλλογική μνήμη ως «ΟΧΙ».

Νεότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μεταξάς σε νεαρή ηλικία με τους γονείς του.

Ο Μεταξάς γεννήθηκε στο Βαθύ Ιθάκης[2] στις 12 (π.η.) Απριλίου 1871.[3] Ήταν ένα από τα τρία παιδιά του έπαρχου Ιθάκης Παναγή Μεταξά, γόνου των Αντζουλακάτων, κλάδου της κεφαλονίτικης οικογένειας των Μεταξάδων, οι οποίοι είχαν ρίζες από το Βυζάντιο[4] και έφεραν των τίτλο του κόμη από το 1691.[5] Προστατευόμενος του Κουμουνδούρου,[6] ο Παναγής έλαβε διάφορες θέσεις σε δημόσιες υπηρεσίες που όμως δεν είχαν κύρος και δεν ήταν επικερδής.[7] Η μητέρα του Ιωάννη, Ελένη Κωνσταντίνου Τριγώνη, ήταν κόρη μικροκτηματία από το Αγρίνιο, αλλά μετά τον γάμο της το 1870[8] δεν έλαβε (η έλαβε ελάχιστη) κτηματική περιουσία.[7]

Έως την ηλικία των 8 ετών ο Ιωάννης φοίτησε στο δημοτικό σχολείο της Ιθάκης όπου αρίστευσε στα μαθηματικά και στα αρχαία ελληνικά.[8] Το 1879 ο πατέρας του απολύθηκε από τη θέση του δημόσιου ταμία και η οικογένεια αναγκάστηκε να μετακομίσει στην Κεφαλονιά.[8] Εκεί σπούδασε στο γυμνάσιο Αργοστολίου με τις επιδόσεις του να είναι καλές, αλλά να διαπρέπει άλλη μια φορά στα μαθηματικά.[7] Στις 24 Σεπτεμβρίου 1885 γράφτηκε στη Σχολή Ευελπίδων, πιθανόν λόγω οικογενειακής παράδοσης ή γιατί ήθελε να έχει το δικό του εισόδημα.[7] Στη σχολή διέπρεψε με τις επιδόσεις του και έπαιρνε προαγωγή πάντα μέσα στους πρώτους στην τάξη του.[7] Αποφοίτησε τον Αύγουστο του 1890 με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού και το 1892 εισήλθε στη Σχολή Μηχανικών Στρατού.[9]

Κωνσταντίνος Α΄

Στρατιωτική σταδιοδρομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πόλεμος του 1897 και η φοίτηση στην Πολεμική Ακαδημία του Βερολίνου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δύο χρόνια αργότερα μετατέθηκε στο Ναύπλιο,[10] όπου και ξεκίνησε, τον Σεπτέμβριο του 1896, να γράφει τις πρώτες σελίδες του ημερολογίου του.[11] Τον καιρό αυτό είχε διαμορφώσει την άποψή του για τους Έλληνες πολιτικούς θεωρώντας τους αηδιαστικούς και τους καυγάδες μεταξύ τους εξευτελιστικούς.[12] Το ίδιο έτος έγινε μέλος της Εθνικής Εταιρίας, όπου συμμετείχε στις συζητήσεις των νέων αξιωματικών για την απελευθέρωση της Κρήτης και την ένωση με την Ελλάδα, όπως και τον αγώνα για τη Μακεδονία.[13] Ήταν ο δημιουργός του τμήματος της Εταιρίας στο Ναύπλιο και σε αυτόν ο Παύλος Μελάς ανέθεσε την αποστολή της εξάπλωσής της στην Πελοπόννησο.[14] Το 1897 μετατέθηκε στο Υπουργείο Στρατιωτικών σε επιτελική θέση δίπλα στον τότε υπουργό Στρατιωτικών και θείο του, Νικόλαο Μεταξά.[15] Ύστερα από πιέσεις του ίδιου[15] μετατέθηκε στο Γενικό Επιτελείο, στη θέση του υπευθύνου των εμπιστευτικών αρχείων.[16] Από την προνομιακή αυτή θέση, η οποία έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη μετέπειτα πολιτική και στρατιωτική σταδιοδρομία του, είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τον διοικητή των ελληνικών στρατευμάτων, διάδοχο του θρόνου, Κωνσταντίνο, ο οποίος επηρέασε όσο κανείς άλλος τη ζωή και την καριέρα του.[17] Έλαβε μέρος στον ατυχή πόλεμο του 1897, το αποτέλεσμα του οποίου ήταν μια δυσάρεστη εμπειρία, που τον έπεισε για την ανάγκη αναμόρφωσης και αναδιοργάνωσης του στρατού αλλά και της κοινωνίας.[18] Μετά τη λήξη του πολέμου ο Μεταξάς συνέγραψε μαζί με άλλους επιτελικούς την επίσημη Έκθεση του Διαδόχου.[19] Επίσης έγραψε την τεχνική μελέτη Υπηρεσία του Μηχανικού εν Εκστρατεία,[20] η οποία είναι η μοναδική στρατιωτική εργασία του που εκδόθηκε.[21] Τον ίδιο καιρό τον απασχολούσαν η κακή ψυχική υγεία του αδελφού του Κωστάκη και της αδελφής του Μαριάνθης, καθώς και η απόλυση-για κομματικούς λόγους-[22] του πατέρα από την επαρχιακή διοίκηση, κατηγορούμενος για διοικητικές ατασθαλίες.[16]

Με το πέρας της σύνταξης της έκθεσης του Διαδόχου, τον κάλεσε ο Κωνσταντίνος και του είπε πως ελπίζει ότι θα τον στείλει στη Στρατιωτική Ακαδημία του Βερολίνου, εφόσον όμως μπορούσε η Κυβέρνηση.[23] Η Κυβέρνηση όμως αποφάσισε να διεξαχθεί διαγωνισμός για την επιλογή υποψηφίων με τα περισσότερα προσόντα.[24] Ο Μεταξάς δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις και έτσι ζήτησε τη βοήθεια του Διαδόχου ώστε να τροποποιηθούν οι κανόνες του διαγωνισμού, προς όφελός του.[25][24] Τον Σεπτέμβριο του 1899 έφτασε στο Βερολίνο και γράφτηκε, μαζί με τον Ιπποκράτη Παπαβασιλείου και τον Ξενοφώντα Στρατηγό, στη Στρατιωτική Ακαδημία.[26] Και οι τρεις υπηρέτησαν στην 2η Μεραρχία Πεζικού της Αυτοκρατορικής Φρουράς.[27] Στα ιδιαίτερα απαιτητικά μαθήματα οι επιδόσεις του ήταν άριστες, με τους συμφοιτητές του να τον αποκαλούσαν «Μικρό Μόλτκε» λόγω του κοντού αναστήματός του.[28] Μάλιστα αργότερα κυκλοφόρησε ένας θρύλος ότι σε ένα τοίχο της Ακαδημίας υπήρχε η επιγραφή «ουδέν πρόβλημα άλυτον δια τον Ιωάννη Μεταξά».[28] Ήταν τόσες οι επιτυχίες και οι έπαινοι που η φήμη του έφτασε έως τον Κάιζερ.[28]. Το πρώτο έτος των σπουδών του βρίσκει διέξοδο από την εντατική φοίτηση σε καλλιτεχνικές και πνευματικές δραστηριότητες που υπήρχαν στην πρωτεύουσα της Γερμανίας.[29] Ταυτόχρονα, ανέπτυξε τις κοινωνικές του σχέσεις ζώντας έντονα κοσμική και ερωτική ζωή.[29] Όμως η ανησυχία του για την επιδείνωση της ψυχικής υγείας του αδερφού και της αδερφής του, όπως και η κακή οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του, υποχρεώνουν τον Μεταξά, από το δεύτερο έτος των σπουδών του, να γίνει εγκρατής.[29][30] Έτσι εξοικονομούσε χρήματα και συνεχώς τα έστελνε στην οικογένειά του.[31] Κατά τα έτη των σπουδών του στη Γερμανία, ο Μεταξάς διαμόρφωσε τη πίστη του για την ανωτερότητα του πρωσικού μιλιταρισμού, της αριστοκρατικής-βυζαντινής καταγωγής του και ενίσχυσε τον φιλομοναρχισμό του.[32]

Το κίνημα στο Γουδί και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Απρίλιο του 1903, ο Μεταξάς επέστρεψε στην Ελλάδα και τοποθετήθηκε στη Γενική Διοίκηση Στρατού.[33] Εκεί συνεργάστηκε με τον Βίκτωρα Δούσμανη για τη σύνταξη των νέων στρατιωτικών κανονισμών, οι οποίοι είχαν ως πρότυπο το γερμανικό σύστημα και όριζαν ως διοικητή του Ελληνικού Στρατού τον διάδοχο Κωνσταντίνο, ο οποίος δεν θα ήταν υπόλογος σε κανέναν.[34] Ψηφίστηκαν στη Βουλή το 1904, ύστερα από εισήγηση του Γεωργίου Θεοτόκη.[34] Δύο χρόνια αργότερα, τον Ιούλιο του 1906, προήχθη σε Λοχαγό Β' Τάξεως και λίγους μήνες μετά, σε Λοχαγό Α' Τάξεως.[35] Ως μέλος του Γενικού Επιτελείου ανέπτυξε στενή φιλία με τον πρίγκηπα Ανδρέα, αδερφό του διαδόχου Κωνσταντίνου, ενώ το 1907 του ζητήθηκε να αναλάβει τη στρατιωτική εκπαίδευση του μετέπειτα Βασιλιά Γεωργίου Β'.[33] Για τα επόμενα δύο χρόνια ο Ιωάννης Μεταξάς του δίδασκε στρατιωτική ιστορία και τακτική.[35]. Στις 31 Ιουλίου 1909 παντρεύτηκε τη Λέλα Χατζηιωάννου, με την οποία απέκτησε δύο κόρες, τη Νανά και τη Λουκία.[36] Κουμπάρος ήταν ο Κωνσταντίνος Α΄.[37]

Με την έκρηξη του στρατιωτικού κινήματος στο Γουδί, οι επαναστάτες διέλυσαν το Γενικό Επιτελείο, εκδίωξαν τον Κωνσταντίνο από την ηγεσία του Στρατού και μετέθεσαν τον Μεταξά στη Λάρισα, αφού ήταν γνωστός για τις επαφές του με τη βασιλική οικογένεια.[38] Ο Μεταξάς ανακλήθηκε στην Αθήνα και στις 19 Οκτωβρίου του 1910 ο πρωθυπουργός και υπουργός Στρατιωτικών Ελευθέριος Βενιζέλος του προσέφερε τη θέση του πρώτου υπασπιστή του, την οποία και αποδέχθηκε[39] Παρά την καλή προσφορά του Βενιζέλου δεν ήταν ικανοποιημένος, καθώς ο πρωθυπουργός δεν του ενέπνεε εμπιστοσύνη και θεωρούσε ότι ήταν όργανο των επαναστατών αξιωματικών του Στρατιωτικού Συνδέσμου.[40] Ο Μεταξάς ενεπλάκη αφανώς στην πολιτική διαμάχη για τον έλεγχο του στρατού, υποστηρίζοντας την πλευρά του Διαδόχου.[41] Ήταν αρνητικός στην επιλογή των Γάλλων για την αναδιοργάνωση του Στρατού και θεώρησε την άφιξη της Γαλλικής Στρατιωτικής Αποστολής προσβολή γι΄αυτόν και τον Διάδοχο.[42] Εκείνη την εποχή άρχισε να ξαναγράφει στο ημερολόγιό του, μετά από παύση λόγο της ασθένειας και του θανάτου του πατέρα του τον Σεπτέμβριο του 1905.[39][43]

Ο Μεταξάς (όρθιος, δεξιά) στο Γενικό Στρατηγείο του Ελληνικού Στρατού στο Χατζή Μπεϊλίκ (1913). Λιθογραφία.

Τον Σεπτέμβριο του 1912, λίγο πριν την έκρηξη του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου, ο Βενιζέλος έστειλε τον Μεταξά στη Σόφια για να βοηθήσει τον πρεσβευτή Δημήτριο Πανά στη διαπραγμάτευση της στρατιωτικής σύμβασης μεταξύ της Ελλάδας και Βουλγαρίας, στο πλαίσιο της ελληνοβουλγαρικής συμμαχίας που είχε συμφωνηθεί τον Μάιο του 1912.[44][45] Μετά την υπογραφή της συνθήκης αναχώρησε για το Βελιγράδι για να συζητήσει με τους Σέρβους στρατιωτικά σχέδια για τον επικείμενο πόλεμο.[46] Επέστρεψε στην Ελλάδα και στις 4 (π.η) Οκτωβρίου 1912 έφτασε στη Λάρισα, όπου είχε εγκατασταθεί το Γενικό Επιτελείο.[47] Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου ήταν ο υποστράτηγος Παναγιώτης Δαγκλής, Διοικητής Επιχειρήσεων ο συνταγματάρχης Βίκτωρ Δούσμανης και επόμενος στην ιεραρχία ο Μεταξάς[47][48] Ο τελευταίος συμμετείχε σε όλες τις νικηφόρες μάχες[48] και σε γράμμα προς τη γυναίκα του υπονοούσε ότι ο σχεδιασμός όλων των επιχειρήσεων γίνονταν από το Επιτελείο.[49] Θεωρούσε τον εαυτό του κύριο μοχλό του Επιτελείου[48] και είχε μια διογκωμένη αίσθηση του σπουδαίου ρόλου του στην εξέλιξη του πολέμου.[49] Το βράδυ της 26ης (π.η.) Οκτωβρίου 1912 στάλθηκε μαζί με τον Δούσμανη στη Θεσσαλονίκη και συνυπέγραψαν με τον Ταξίν Χασάν Πασά το σχετικό πρωτόκολλο παράδοσης της Θεσσαλονίκης[50] με το οποίο παραδόθηκε ο Τούρκος στρατηγός με όλο το σώμα στρατού που διοικούσε.[51] Τον Δεκέμβριο του 1912 ο Μεταξάς μετέβη στο Λονδίνο ως στρατιωτικός σύμβουλος του πρωθυπουργού Βενιζέλου προς διαπραγμάτευση των όρων της σύναψης ειρήνης με την Τουρκία.[52] Όμως στις 16 Ιανουαρίου του 1913 ο Μεταξάς έλαβε τηλεγράφημα από τον Δούσμανη που τον καλούσε να επιστρέψει και να μετάσχει στο Επιτελείο του Διαδόχου που αναχωρούσε για την Ήπειρο, όπου ο στρατός αντιμετώπιζε προβλήματα.[53] Περιόδευσε στο μέτωπο και στα μετόπισθεν για να διαπιστώσει την κατάσταση.[54] Θεωρείται ο εμπνευστής και ο δημιουργός του σχεδίου κατάληψης του Μπιζανίου,[55] που περιέλαβε τον μεγαλύτερο μέχρι τότε βομβαρδισμό της ιστορίας,[56] Μαζί με τον Ξενοφώντα Στρατηγό υπέγραψε στις 6 Μαρτίου 1913 την παράδοση των Ιωαννίνων από τους Τούρκους.[56][52] Τον Απρίλιο του ίδιου έτους, εν όψη της βουλγαρικής απειλής, έλαβε μέρος στις διαπραγματεύσεις με σέρβους ομολόγους του για σύναψη συμμαχίας.[57] Λίγο καιρό αργότερα προήχθη στον βαθμό του Ταγματάρχη λόγω αρχαιότητας και διορίστηκε Διοικητής Επιχειρήσεων του Επιτελείου.[58] Από αυτή τη θέση πήρε μέρος στον Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο. Μετά δε το πέρας αυτών των πολέμων προήχθη, στις 26 Σεπτεμβρίου του 1913, σε Αντισυνταγματάρχη[59] και τοποθετήθηκε διοικητής του Γενικού Επιτελείου Στρατού, καθώς και Διευθυντής της Ανώτερης Στρατιωτικής Ακαδημίας.[60] Λίγο καιρό μετά παρασημοφορήθηκε από τον Κωνσταντίνο, βασιλιά πλέον μετά τη δολοφονία του πατέρα του, με το Χρυσούν Σταυρόν του Σωτήρος.[60] Ωστόσο αυτή η αναγνώριση της προσφοράς του δεν τον ικανοποίησε, καθώς πίστευε ότι δεν αναγνωρίστηκαν οι ικανότητές του και ήταν θύμα κατάφωρης αδικίας.[61] Αισθήματα ανασφάλειας και καχυποψίας τον κυρίευαν και είχε μια έντονη επιθυμία για γενική επιδοκιμασία.[59]

Η στρατηγική της Ελλάδας και το σχέδιο κατάληψης των Δαρδανελίων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρά την υπογραφή της Συνθήκης των Αθηνών στις 14 Νοεμβρίου 1913, οι σχέσεις με την κυβέρνηση των Νεότουρκων ήταν τεταμένες.[62][63] Η Τουρκία είχε προβεί στην αγορά δύο ισχυρών θωρηκτών τύπου ντρέντνοτ με στόχο να αποκτήσει ναυτική υπεροπλία ώστε να επαναδιεκδικήσει τα νησιά του Αιγαίου που έχασε κατά τον Α Βαλκανικό Πόλεμο.[64][65] Για να αντισταθμίσει την απειλή ο Μεταξάς συμφωνούσε με την πρόταση των αρμόδιων αξιωματικών του ναυτικού για αγορά ισχυρού στόλου θωρηκτών,[66] σε αντίθεση με τη Βρετανική Ναυτική Αποστολή υπό τον αντιναύαρχο Kerr που πρότεινε την αγορά καταδρομικών και ένα μεγάλο αριθμό αντιτορπιλικών.[67] Όπως πίστευε ο σοβαρότερος κίνδυνος για την ελληνική άμυνα δεν ήταν μια επίθεση της Τουρκίας στα ελληνικά παράλια, αλλά η διακοπή των θαλάσσιων συγκοινωνιών και επομένως η αδυναμία αποστολής ελληνικών στρατευμάτων στη Μακεδονία.[68] Ήταν βέβαιος ότι ο πόλεμος με την Τουρκία ήταν αναπόφευκτος και η καλύτερη λύση ήταν μια αιφνιδιαστική επίθεση στη Μικρά Ασία.[64] Με αυτό συμφωνούσε ο Πρωθυπουργός.[64] Από τον Σεπτέμβριο του 1913 έως τον Ιούλιο του 1914 ο Μεταξάς συνέταξε μια σειρά από υπομνήματα προς τον Βενιζέλο που αφορούσαν στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά της Τουρκίας.[69]

Η Τουρκία ξεκίνησε συστηματικούς διωγμούς Ελλήνων στην ανατολική Θράκη και τη δυτική Μικρά Ασία, αναγκάζοντας την άνοιξη του 1914 την Ελλάδα να φτάσει στα πρόθυρα επίδοσης τελεσιγράφου που απαιτούσε τη διακοπή των εκτοπισμών.[70] Εκείνη την εποχή ο Μεταξάς υπέβαλε στον Βενιζέλο ένα σχέδιο αιφνίδιας απόβασης και κατάληψης των Στενών των Δαρδανελλίων από ένα σώμα στρατού που θα μεταφέρονταν εκεί με 70 εμπορικά πλοία.[69] Απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία ήταν η πλήρη μυστικότητα που θα κάλυπτε τις προετοιμασίες, η καταστροφή του τουρκικού στόλου και η επιδίωξη καλών σχέσεων με την Τουρκία ώστε να επιτευχθεί πλήρης αιφνιδιασμός.[71] Ο αιφνιδιασμός χάθηκε όταν ο Βενιζέλος στις 29 Μαΐου 1914 απείλησε με πόλεμο την Τουρκία.[72] Η παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, αλλά και η αρνητική στάση των Βαλκανικών φίλων (Σερβία και Ρουμανία) της Ελλάδας σε νέο πόλεμο, έφεραν μια προσωρινή ύφεση στην ελληνοτουρκική διαμάχη.[73] Ο Βενιζέλος πλέον, το καλοκαίρι του 1914, άλλαξε γνώμη για την αναγκαιότητα ενός πολέμου με τη γείτονα χώρα, σε αντίθεση με τους επικεφαλής του Γενικού Επιτελείου, Δούσμανη και Μεταξά, που επέμεναν σε μια αιφνιδιαστική επίθεση.[69] Με την έναρξη του Μεγάλου Πολέμου οι ρόλοι θα αντιστραφούν.[74]

Εθνικός Διχασμός - Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η διαφωνία με τον Βενιζέλο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τις ημέρες μετά την έναρξη του πολέμου ο Βενιζέλος συναντούσε καθημερινά τον Δούσμανη και τον Μεταξά και συζητούσαν την έκβαση των μαχών.[75] Σε αντίθεση με τον Βενιζέλο, ο Μεταξάς πίστευε ότι ο πόλεμος θα είναι μακροχρόνιος.[76] Ο Μεταξάς λόγο της φοίτησής του στη Γερμανία, πίστευε στη στρατιωτική υπεροχή της Γερμανικής Αυτοκρατορίας καθώς γνώριζε από πρώτο χέρι τον γερμανικό στρατό, ο οποίος με τον Κάιζερ, έναν ηγέτη αποφασιστικό και ιδιαίτερα ανένδοτο, θα νικούσε τις δυνάμεις της Αντάντ.[77] Ήταν πεπεισμένος ότι τα ελληνικά συμφέροντα συνέπιπταν με τα γερμανικά και έπρεπε η Ελλάδα να παραμείνει ουδέτερη καθώς η Βουλγαρία και η Τουρκία θα προσχωρούσαν στην Κεντρική Συμμαχία.[78] Επίσης υποστήριζε ότι η πολιτική των χωρών της Αντάντ ήταν εφήμερη και δεν έβλεπε κάποιο όφελος να πολεμήσει η Ελλάδα στο πλευρό της.[78] Διαποτισμένος από τις γερμανικές ιδέες, ο Μεταξάς πίστευε ότι η ανωτερότητα του γερμανικού πολιτισμού, που σε συνδυασμό με την πειθαρχία και τη σοβαρότητα, θα επικρατούσαν σε αυτόν τον πόλεμο.[79] Μαζί με τους φιλοβασιλικούς έβλεπε ως μεγάλο κίνδυνο τον πανσλαβισμό θεωρώντας πως μόνο η Γερμανία θα μπορούσε να τον αναχαιτίσει.[79] Ήταν στρατιωτικός σύμβουλος με μεγάλη επιρροή στις αποφάσεις του Κωνσταντίνου[79] και μάλιστα η Γερμανία τον θεωρούσε ως «τον μοναδικό πραγματικό άνδρα στο περιβάλλον του βασιλιά».[80]

Αντίθετα ο Βενιζέλος είχε την πεποίθηση ότι η καλύτερη επιλογή για τα ελληνικά συμφέροντα ήταν η συμμαχία με την Αντάντ και ιδιαίτερα με τη Βρετανία.[81] Στις αρχές του πολέμου εφάρμοσε μια προσωρινή ουδετερότητα αναμένοντας νέες εξελίξεις που θα έδιναν τη δυνατότητα προσχώρησης στις δυνάμεις της Αντάντ.[82] Η κύρια θέση της πολιτικής του ήταν ότι άσχετα με την έκβαση του πολέμου η Βρετανία θα παρέμενε κυρίαρχη στην Εγγύς Ανατολή.[82] Με τη συμμετοχή της στο πλευρό της Αντάντ, όχι μόνο θα διαφύλασσε τα κεκτημένα από τους Βαλκανικούς Πολέμους, αλλά θα είχε την ευκαιρία εδαφικής επέκτασης και ενσωμάτωσης των Ελλήνων τις Μικράς Ασίας που απειλούνταν με αφανισμό.[83]

Ο Μεταξάς θεωρούσε ότι ο Τύπος στην Ελλάδα έβλαπτε τα συμφέροντα των Κεντρικών Δυνάμεων, γι' αυτό έδωσε μακροσκελής αναφορές για τη στρατηγική του πολέμου στον εκδότη της εφημερίδας Αθήναι, τις οποίες χρησιμοποίησε, από τον Ιούλιο του 1914 έως τον Ιούλιο του 1915,[84] σε μια σειρά άρθρων, υπέρ της Γερμανίας, με το ψευδώνυμο Α.Ω.[79]

Ο Βενιζέλος με τον Κωνσταντίνο Α΄ (1913).
Η επέκταση της Βουλγαρίας κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με την κατοχή των ελληνικών εδαφών της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης (1916-1918).

Στις αρχές Σεπτεμβρίου 1914 έλαβε χώρα μια σύσκεψη μεταξύ του αντιναυάρχου Kerr και του ελληνικού Γενικού Επιτελείου με θέμα τη συνεργασία Ελλάδας και Βρετανίας για την κατάληψη της Καλλίπολης.[85] Ο Μεταξάς εξέφρασε τις αντιρρήσεις του για την επιτυχία του σχεδίου.[85][86] Με ένα υπόμνημα που υπέβαλε στον πρωθυπουργό στις 21 Νοεμβρίου 1914, αντιτάχθηκε στην ανάμιξη της Ελλάδας στον πόλεμο και σε στρατιωτική βοήθεια προς τη Σερβία.[87] Τον Φεβρουάριο του 1915, ύστερα από την απομάκρυνση του Δούσμανη, έγινε αναπληρωτής αρχηγός του Γενικού Επιτελείου.[88] Στις 17 Φεβρουαρίου, αμέσως μετά τη συνάντηση Βενιζέλου και Βασιλιά, ο Μεταξάς διαφώνησε με την ελληνική συμμετοχή στην εκστρατεία της Καλλίπολης[89][β] Ανακοίνωσε την παραίτησή του υποβάλλοντας παράλληλα αίτηση αποστρατείας αλλά και ένα υπόμνημα, στο οποίο εξηγούσε γιατί θεωρούσε ότι η επιτυχία στην επιχείρηση των συμμαχικών δυνάμεων στο στενό των Δαρδανελλίων ήταν εξαιρετικά αμφίβολη.[89] Επιπλέον, θα προκαλούσε βουλγαρική επίθεση στη Μακεδονία που δεν θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν οι ανεπαρκείς αριθμητικά ελληνικές δυνάμεις.[91] Οι Τούρκοι, διαπίστωνε ο Μεταξάς, είχαν ενισχύσει τις αμυντικές του θέσεις στα Δαρδανέλια και οι δυνάμεις των Συμμάχων, έστω και με ελληνική συμμετοχή, δεν ήταν επαρκείς.[91] Κατέληγε ότι η μελέτη της εκστρατείας από τους Συμμάχους ήταν ελλιπής και ότι η δύναμη του εχθρού είχε υποτιμηθεί.[92] Ο Βενιζέλος έχοντας τη σύμφωνη γνώμη 5 πρώην πρωθυπουργών, ζήτησε την αποδοχή της πολιτικής του από τον Βασιλιά.[93] Ο τελευταίος όμως, στηριζόμενος στην αντίρρηση του Μεταξά, δεν ενέκρινε τη συμμετοχή της Ελλάδας στην εκστρατεία, υποχρεώνοντας τον Βενιζέλο σε παραίτηση.[94] Μετά από εκλογές στις 31 Μάϊου 1915 ο Βενιζέλος επέστρεψε στην εξουσία, δεν μπορούσε όμως να εφαρμόσει την πολιτική του διότι ο βασιλιάς και το περιβάλλον του είχαν ενισχύσει τη θέση τους στο εσωτερικό της χώρας.[95] Ο Μεταξάς μαζί με τους Γεώργιο Στρέιτ, Δούσμανη και τη Βασίλισσα Σοφία επηρέαζαν καθοριστικά τον Κωνσταντίνο να υποστηρίζει την -ευμενή για τη Γερμανία-[96] ελληνική ουδετερότητα, διατηρούσαν δε συνεχή επικοινωνία με το Βερολίνο,[97] στο οποίο διοχέτευαν απόρρητα έγγραφα, με αξιωματούχους της γερμανικής πρεσβείας στην Αθήνα αλλά και με τον βαρόνο Σενκ, υπεύθυνο της γερμανικής προπαγάνδας που δωροδοκούσε δημοσιογράφους και εφημερίδες.[98][99] Σε ένα περιβάλλον όπου ο κρατικός μηχανισμός ήταν διάτρητος και κάθε πληροφορία γίνονταν αυτομάτως γνωστή στις αντιμαχόμενες πλευρές, ο Μεταξάς έγινε ο ουσιαστικότερος και πιο αξιόπιστος μυστικοσύμβουλος του Ράιχ για την αποτελεσματικότερη διαχείριση της ελληνικής πολιτικής σκηνής.[100][101]

Με αφορμή την επικείμενη επίθεση της Βουλγαρίας -η οποία συμμάχησε με τις Κεντρικές Δυνάμεις- στη Σερβία, ο Βενιζέλος τον Σεπτέμβριο του 1915 ζήτησε από την Αντάντ την αποστολή συμμαχικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη,[102] γεγονός που επηρέασε καθοριστικά τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις.[103] Αν και ο Μεταξάς και το περιβάλλον του βασιλιά ήταν βέβαιοι ότι μία επίθεση της Βουλγαρίας στη Σερβία θα προκαλούσε ελληνοβουλγαρικό πόλεμο,[104] όταν ο Βενιζέλος, για να βοηθήσει τη Σερβία, ζήτησε γενική επιστράτευση, ο Κωνσταντίνος ήθελε αυτή να γίνει μόνο ως αμυντικό μέτρο.[105] Η ριζική διαφωνίας τους υποχρέωσε τον Βενιζέλο σε παραίτηση και λίγο αργότερα ο Μεταξάς ανακλήθηκε στη θέση του υπαρχηγού του Γενικού Επιτελείου από την κυβέρνηση του Ζαΐμη.[106] Από τη θέση αυτή, με εντολή του βασιλιά, και εν αγνοία της κυβέρνησης,[80] διεξήγαγε διαπραγματεύσεις με τον Τούρκο στρατιωτικό ακόλουθο για την επίτευξη ελληνοτουρκικής συμφωνίας, με βάση την αναγνώριση εδαφικής τους ακεραιότητας.[107] Ενόψει των εκλογών του Δεκεμβρίου 1915 εισηγήθηκε να κληθούν στον στρατό οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία ώστε να μην μπορέσουν να ψηφίσουν υπέρ του Βενιζέλου[80] και με δικό του αίτημα προς τη γερμανική κυβέρνηση ζήτησε να μεσολαβήσει στην οθωμανική ώστε οι μουσουλμάνοι της Μακεδονίας να ψηφίσουν τους αντιβενιζελικούς.[108] Επιπλέον, ζήτησε την επίσπευση της σχεδιαζόμενης επίθεσης των Κεντρικών Δυνάμεων κατά των στρατευμάτων της Αντάντ στη Μακεδονία και την Θεσσαλονίκη, όπως και οικονομική στήριξη του Γούναρη, πολιτικού αντίπαλου του Βενιζέλου.[109][γ]

Η παράδοση του Οχυρού Ρούπελ και οι Επίστρατοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η υπηρεσιακή κυβέρνηση του Σκουλούδη με μια σειρά άστοχων ενεργειών επιδείνωσε με γοργό ρυθμό τις σχέσεις της Ελλάδας με τους Συμμάχους.[111] Την ίδια στιγμή ο βασιλιάς ανυπομονούσε για μια γερμανοβουλγαρική επίθεση στο Μακεδονικό Μέτωπο για την εκδίωξη των συμμαχικών δυνάμεων.[107] Τότε ο Μεταξάς πληροφόρησε το Βερολίνο ότι η Ελλάδα ήταν διατιθεμένη να ανεχτεί την κατάληψη της Καβάλας και άλλων παραθαλάσσιων περιοχών.[107] Στις 23 Μάιου του 1916 η Βουλγαρία και η Γερμανία απαίτησαν την παράδοση του οχυρού Ρούπελ.[107] Παρότι στις 10 Μαίου ο Μεταξάς εξέδωσε διαταγή προς τις ελληνικές δυνάμεις να αντισταθούν έναντι οποιασδήποτε επίθεσης στο Ρούπελ,[112] μόλις του έγιναν γνωστές οι γερμανικές απαιτήσεις επισκέφθηκε τον πρωθυπουργό Σκουλούδη και τον έπεισε ότι δεν θα πρέπει να υπάρξει ελληνογερμανική σύγκρουση.[112] Αμέσως μετά ο Μεταξάς έγραψε τη διαταγή παράδοσης του οχυρού και τη διαβίβασε στον υπουργό στρατιωτικών για να την υπογράψει.[113] Η εισβολή βουλγαρικών δυνάμεων είχε ως αποτέλεσμα οι αγγλογαλικές δυνάμεις να εφαρμόσουν μερικό αποκλεισμό των παραλίων της Ελλάδας και απαίτησαν, μεταξύ άλλων μέτρων, την απόλυση ορισμένων ανωτέρων αξιωματικών και την αποστράτευση του ελληνικού στρατού.[114] Ο Μεταξάς απομακρύνθηκε από την επιτελική του θέση στο Γενικό Στρατηγείο,[115] αφού όμως πρώτα κατέστρεψε ενοχοποιητικά έγραφα που αφορούσαν τις μυστικές συνομιλίες του βασιλιά με το Βερολίνο.[116]

Οι πιστοί στον βασιλιά στρατιώτες και αξιωματικοί που αποστρατεύτηκαν ενσωματώθηκαν στους συνδέσμους Επιστράτων,[117] μιας οργάνωσης που ο Μεταξάς έπαιξε σημαντικό ρόλο στη δημιουργία και τον συντονισμό της.[114] Ήταν τέτοια η διαίρεση μεταξύ βασιλικών και βενιζελικών που ο Μεταξάς έφτασε να συζητά με τον Γερμανό στρατιωτικό ακόλουθο ένα σχέδιο εξόντωσης του Βενιζέλου.[114][109] Κατά τη διάρκεια των Νοεμβριανών ο στρατηγός Αναστάσιος Παπούλας, ως επικεφαλής των Επιστράτων και των ελληνικών δυνάμεων γύρω από την Αθήνα, έλαβε οδηγίες από τον Μεταξά για την αντιμετώπιση των δυνάμεων του ναυάρχου Φουρνέ.[118] Το ίδιο διάστημα, συνεργάστηκε μυστικά με τον Γερμανό λοχαγό Φαλκενχάουζεν στην οργάνωση μονάδων ατάκτων στη Μακεδονία που θα βοηθούσαν τις κεντρικές δυνάμεις.[119][120] Ως αποτέλεσμα των Νοεμβριανών οι συμμαχικές δυνάμεις επέβαλαν ασφυκτικό ναυτικό αποκλεισμό στην κυβέρνηση των Αθηνών[121] και στις 11 Ιουνίου 1917 ο ύπατος αρμοστής των Συμμάχων Κάρολος Ζοννάρ επέδωσε στον πρωθυπουργό Ζαίμη τελεσίγραφο με το οποίο αξίωνε την παραίτηση του Κωνσταντίνου.[122] Την προηγούμενη μέρα ο Μεταξάς συναντήθηκε με τον βασιλιά και τον προέτρεψε να μεταφερθεί στην Τρίπολη και να συνεχίσει εκεί τον αγώνα του κατά της Αντάντ.[123] Ο Κωνσταντίνος προτίμησε να αναχωρήσει για την Ιταλία και όρισε διάδοχό του τον Αλέξανδρο Α΄.[124] Ως τελευταία επιθυμία από τον βασιλιά, ο Μεταξάς ζήτησε την υπογραφή της αποστρατείας του καθώς δεν ήθελε να υπηρετήσει υπό τις διαταγές των βενιζελικών.[125]

Εξορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αμέσως μετά την εκθρόνιση του Βασιλιά, ο Κάρολος Ζοννάρ έστειλε στον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Ζαΐμη κατάλογο με τους ανεπιθύμητους κωνσταντινικούς, οι οποίοι έπρεπε άμεσα να συλληφθούν και να εξοριστούν. Ο κατάλογος περιείχε και τον Μεταξά.[126] Στις 29 Ιουνίου του 1917, μαζί την οικογένεια του, έφτασε στο Αιάκειο της Κορσικής.[127][128] Η κύρια απασχόλησή του εκεί ήταν η εξέλιξη του Μεγάλου Πολέμου και ο κόσμος που θα διαμορφωνόταν μετά το τέλος του.[129] Τα νέα περί ανακωχής των Κεντρικών Δυνάμεων ανησύχησαν τους εξόριστους[130] και όταν έφτασε η είδηση ότι οι Φιλελεύθεροι είχαν ζητήσει τους βασιλικούς πίσω για να τους δικάσουν[131] ο Μεταξάς σκέφτηκε την περίπτωση της απόδρασης.[132][133] Μαζί με τον Δ. Γούναρη και τον Γ. Πεσμαζόγλου επιβιβάστηκαν σε ένα καΐκι με προορισμό τη Σαρδηνία.[134] Εκεί οι τοπικές αστυνομικές αρχές τους συνέλαβαν, ωστόσο η ιταλική κυβέρνηση αρνήθηκε την έκδοσή τους στη Γαλλία και τον Δεκέμβριο μεταφέρθηκαν στο Κάλιαρι.[135]

Ο Μεταξάς όντας μασόνος[δ] ζήτησε τη βοήθεια Ιταλών ελευθεροτεκτόνων και ύστερα από πιέσεις τους η ιταλική κυβέρνηση του επέτρεψε να εγκατασταθεί στη Σιένα.[137] Στις 15 Ιούνιου 1919 έφτασε εκεί και ξαναβρέθηκε με την οικογένεια του, η οποία είχε φύγει από τη Γαλλία.[138] Εν τω μεταξύ ξεκίνησε η δίκη του πρώην γενικού επιτελείου, όπου ο Μεταξάς και ο Βίκτωρ Δούσμανης κατηγορήθηκαν για εσχάτη προδοσία. Το αποτέλεσμα ήταν να καταδικαστεί στις 14 Φεβρουαρίου του 1920 με απόφαση του ειδικού στρατοδικείου ερήμην σε θάνατο.[139] Τον Μάιο του 1920 οι τρεις εξόριστοι έπαψαν να θεωρούνται κρατούμενοι των συμμάχων και τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου ο Μεταξάς με την οικογένειά του μετακόμισαν στη Φλωρεντία.[140] Κατά τη διάρκεια της διαμονής του στην Ιταλία είχε τακτική αλληλογραφία με τη βασιλική οικογένεια και ιδιαίτερα με τη βασίλισσα Σοφία και τον πρίγκηπα Ανδρέα, ο οποίος ήταν προσωπικός του φίλος.[141] Μετά την ήττα των βενιζελικών στις εκλογές του 1920 ο Γούναρης τον κάλεσε πίσω στην Ελλάδα.[142] Στη διάρκεια της εξορίας του αντιμετώπισε έντονα στομαχικά προβλήματα, που οφείλονταν κυρίως στα νεύρα, τη μελαγχολία και στην αγωνία του.[143]

Πολιτική σταδιοδρομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μικρασιατική Καταστροφή και το κίνημα Λεοναρδόπουλου-Γαργαλίδη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λίγο καιρό μετά την άφιξή του στην Αθήνα, στις 7 Ιανουαρίου 1921, ο Μεταξάς ανακλήθηκε στο στράτευμα, προήχθη σε υποστράτηγο και αποστρατεύθηκε αμέσως, με δική του θέληση.[144][145] Στις 25 Μαρτίου 1921 συναντήθηκε τον Γούναρη, τον Πρωτοπαπαδάκη και τον συνταγματάρχη Αθανάσιο Εξαδάκτυλο για να συζήτησαν την κατάσταση της Μικρασιατικής εκστρατείας.[146] Του πρότειναν να επανέλθει στο Γενικό Επιτελείο ως στρατιωτικός σύμβουλος του Αρχιστράτηγου Παπούλα.[147] Μετά την άρνηση του Μεταξά, ο Πρωτοπαπαδάκης δε δίστασε να του προσφέρει την ίδια την Αρχιστρατηγία στη Μικρά Ασία.[147] Παρόλα αυτά αρνήθηκε λέγοντας ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να κερδίσει τον πόλεμο στη Μικρά Ασία, ακόμα και αν πετύχει ορισμένες βραχυπρόθεσμες νίκες.[147] Τον Δεκέμβριο του 1914 είχε καταθέσει υπόμνημα στον Βενιζέλο, όπου διατύπωνε τις επιφυλάξεις του για μια ελληνική εμπλοκή στη Μικρά Ασία.[148] Ωστόσο, τον Μάιο του 1919 είχε χαιρετήσει την ελληνική επέμβαση στη Σμύρνη θεωρώντας πως, αφενός εγκαινίαζε μια περίοδο ευημερίας και μεγαλείου για τη χώρα, αφετέρου θα είχε σαν αποτέλεσμα την αφανισμό του αντιβενιζελισμού[148] και το οριστικό τέλος της πολιτικής του σταδιοδρομίας.[149] Κατά τις επιχειρήσεις του Μαρτίου 1920, όταν ο Βενιζέλος υποστήριξε τη σύμπτυξη του μετώπου, ο Μεταξάς τάχθηκε εμμέσως υπέρ της επιθετικής πολιτικοστρατιωτικής επιλογής της κυβέρνησης.[148] Μετά την αποτυχία των επιχειρήσεων αυτών, υιοθέτησε, με ανανεωμένη πεποίθηση, τις αρχικές του απόψεις.[148]

Σε μια νέα τους συνάντηση στις 29 Μαρτίου, με την παρουσία και του υπουργού στρατιωτικών Θεοτόκη, ο Μεταξάς επανέλαβε ότι πολεμούσαν ολόκληρο το τουρκικό έθνος και οι ελληνικές δυνάμεις ήταν ελάχιστες για να κατακτήσουν τη Μικρά Ασία.[150] Τους συμβούλευσε να γίνει σύμπτυξη του στρατού σε αμυντικές θέσεις γύρω από τη Ζώνη της Σμύρνης, όπως περιγράφονταν στη Συνθήκη των Σεβρών, και να διαπραγματευτούν μια έντιμη αποχώριση.[151] Τελικά, και μετά την επικράτηση της επεκτατικής στρατηγικής των Αντιβενιζελικών, σωρεία στρατιωτικών λαθών και παραλείψεων, η Μικρασιατική εκστρατεία κατέληξε στην ολική καταστροφή του ελληνισμού στη Μικρά Ασία.[152] Στις 14 Σεπτεμβρίου του 1922 ο Βασιλιάς τον κάλεσε στα ανάκτορα στο Τατόι.[153] Σύμφωνα με τον Μεταξά, ο Κωνσταντίνος του ζήτησε να συντάξει την επιστολή παραίτησης του βασιλιά και το διάγγελμά του προς τον ελληνικό λαό.[153][154] Η κατάσταση ήταν και για τον ίδιο ανησυχητική, γιατί δεχόταν συνεχώς απειλές για τη ζωή του.[155]

Στις 12 Οκτωβρίου του 1922 ίδρυσε το Κόμμα Ελευθεροφρόνων, το οποίο διακύρητε την ιδεολογική και ηθική πτώχευση του βενιζελισμού και των βασιλικών, δίνοντας έμφαση στην οικονομική ευμάρεια και την εξασφάλιση των ατομικών ελευθεριών των Ελλήνων, με ένα ευρύ πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων.[156] Μετά τη διάλυση των αντιβενιζελικών, αλλά και του κύρους που του έδινε η αντίθεσή του στην επέμβαση στη Μικρά Ασία, έγινε ο βασικός αντίπαλος των Φιλελευθέρων.[157] Μπροστά στο ενδεχόμενο νίκης του Μεταξά στις επερχόμενες εκλογές της 2ας Δεκεμβρίου 1923, που θα του έδιναν και την ουσιαστική αρχηγία των αντιβενιζελικών,[158] οι επαναστάτες διαμορφώσαν το εκλογικό σύστημα ώστε να ευνοεί τους βενιζελικούς.[159] Τα μεσάνυχτα της 21ης προς 22α Οκτωβρίου του 1923 ξέσπασε εναντίον της τότε στρατιωτικής κυβέρνησης το κίνημα Λεοναρδόπουλου-Γαργαλίδη, το οποίο πιθανόν γνώριζε ο Μεταξάς[160] και υποστήριζε ότι στην ουσία ήταν δικό του.[161] Στην αρχή φάνηκε ότι οι κινηματίες υπερείχαν, αφού είχαν καταληφθεί η ηπειρωτική Ελλάδα, εκτός από την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, τη Λάρισα και τα Ιωάννινα,[162] αλλά ύστερα από τις συντονισμένες προσπάθειες των Κονδύλη, Πάγκαλου και του Πλαστήρα κατάφεραν να τους περιορίσουν.[163] Καθώς οι κινηματίες δεν άκουσαν τη συμβουλή του Μεταξά να καταλάβουν πρώτα την Αθήνα, αντί να επιτεθούν από την περιφέρεια προς το κέντρο, το κίνημα έληξε άδοξα στις 27 Οκτωβρίου.[164] Την ίδια μέρα ο Μεταξάς κατάφερε να δραπετεύσει με νορβηγικό πλοίο που τον μετέφερε στην Ιταλία.[161]

Το Μέγαρο Ιωάννη Μεταξά, που χτίστηκε τον Μεσοπόλεμο και όπου διέμεινε για ένα διάστημα ο Μεταξάς.

Βουλευτική και κυβερνητική δράση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1924 επέστρεψε στην Ελλάδα και αποδέχτηκε τη νέα πολιτική σκηνή. Συμμετείχε στο δημοψήφισμα του 1924, αναγνώρισε το αποτέλεσμά του και διακήρυσσε ότι θα πολιτευθεί μέσα στο πλαίσιο της αβασίλευτης δημοκρατίας.[165] Για τα επόμενα πέντε περίπου χρόνια ακολούθησε ρεαλιστική πολιτική, κρατώντας αποστάσεις από τα πολιτικά πάθη του παρελθόντος.[166] Ως αρχηγός του κόμματος των Ελευθεροφρόνων συμμετείχε στις εκλογές της 7ης Νοεμβρίου του 1926, όπου έλαβε 15,76% και 51 ή 54[167] έδρες.[168] Έτσι στις 4 Δεκεμβρίου διορίστηκε υπουργός Συγκοινωνίας στην Κυβέρνηση Αλέξανδρου Ζαΐμη 1926.[167][169] Ήταν αρμόδιος για το ζήτημα της σύμβασης με την εταιρεία ηλεκτρισμού Πάουερ και της κατασκευής του οδικού δικτύου της χώρας από την εταιρία Π.Γ. Μακρής & Σια. Οι αναθέσεις αυτών των έργων έφεραν έντονη αντιπαράθεση στη Βουλή.[169] Η κυβέρνηση της Βρετανίας διαμήνυσε στην ελληνική ότι αν δεν επικυρωνόταν η σύμβαση της Πάουερ δε θα είχε πρόσβαση σε δανειοδότηση από την αγγλική χρηματαγορά.[170] Ο Μεταξάς κατάφερε να πείσει τους απρόθυμους βουλευτές να υπερψηφίσουν τη σύμβαση, υποστηρίζοντας ότι η αυτοδυναμία της Ελλάδας «από απόψεως νομοθετικής» περιοριζόταν «υπό της παντοδυναμίας» των κρατών με τα οποία διατηρούσε σχέσεις.[171] Οι αναθέσεις αυτές, αλλά κυρίως η άρνησή του σε «ρουσφέτια φίλων», επέφεραν μια συντονισμένη συκοφαντική επίθεση εναντίον του.[169] Τον Φεβρουάριο του 1928 διαφώνησε με τον Α. Παπαναστασίου, αρχηγό της Δημοκρατικής Ένωσης και υπουργό Γεωργίας, για τη σύμβαση με την εταιρία Μακρής, και παρά τη στήριξη του Μεταξά από τους υπουργούς των φιλελευθέρων, επήλθε η πτώση της κυβέρνησης Ζαίμη.[172] Στη νέα κυβέρνηση Ζαίμη, με συμμετοχή μόνο των φιλελευθέρων και των ελευθεροφρόνων, ο Μεταξάς παρέμεινε στο υπουργείο Συγκοινωνίας.[172] Ωστόσο, οι συμβάσεις που είχε προωθήσει ο Μεταξάς, που χαρακτηρίστηκαν σκανδαλώδεις, σε συνδυασμό με του επαχθείς όρους του δανείου της Κ.τ.Ε. και την οικονομική δυσκολία των φτωχότερων τάξεων, οδήγησαν σε αλλαγή της πολιτικής κατάστασης.[172] Έτσι στις εκλογές του 1928 ο Βενιζέλος επικράτησε, οι Ελευθερόφρονες έλαβαν το 5,30% και εξέλεξαν έναν βουλευτή.[173] Στις γερουσιαστικές εκλογές του 1929 έλαβαν το 2,73% και εξέλεξαν 2 γερουσιαστές.[174] Οι ήττες αυτές, που τον πίκραναν και τον απογοήτευσαν, θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα πολιτική του σταδιοδρομία.[175] Το επόμενο διάστημα πεθαίνει η μητέρα και η αδελφή του, και αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες και προβλήματα υγείας.[175] Έχει έμμονη ιδέα με τη σοβαρή κατάσταση υγείας της μικρής του κόρης. Η υποχονδρία του τον κάνει να αμφισβητήσει τις γνώμες των γιατρών και θα πάει για 9 μήνες την Ελβετία για να βρει θεραπεία για την κατάστασή της.[175][176]

Στις βουλευτικές εκλογές του 1932 το κόμμα των Ελευθεροφρόνων κατέβασε υποψήφιους μόνο σε 7 περιφέρειες, συγκέντρωσε 0.98% των ψήφων και κατέλαβε τρεις έδρες.[177] Παρόλα αυτά ο Μεταξάς συμμετείχε στην κυβέρνηση Τσαλδάρη, αναλαμβάνοντας τη θέση του υπουργού Εσωτερικών.[178] Στις εκλογές του Μαρτίου 1933 ο Μεταξάς κατάφερε να εκλέξει 6 βουλευτές[179] και μετά την πτώση του Βενιζέλου και το κίνημα του Πλαστήρα έγινε ο εκπρόσωπος των ακραίων αντιβενιζελικών στη Βουλή.[180]

Στις 11 Οκτωβρίου του 1934 ο Βενιζέλος αποφάσισε να εγκαινιάσει σειρά άρθρων σχετικά με τα γεγονότα του Εθνικού Διχασμού. Ύστερα από μερικές μέρες ο Μεταξάς απάντησε εγκαινιάζοντας δικιά του σειρά άρθρων στην εφημερίδα Καθημερινή.[181] Η αρθρογραφία των δύο αντρών τελείωσε στις 23 Ιανουαρίου του 1935, με το τελευταίο άρθρο του Μεταξά. Συνολικά ο Βενιζέλος δημοσίευσε 37 άρθρα, ενώ ο Μεταξάς 70.[182]

Στο κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935, που είχε ως αποτέλεσμα τον κλονισμό της Αβασίλευτης Δημοκρατίας με εκκαθαρίσεις βενιζελικών από το στράτευμα και τη δημόσια διοίκηση, ο Μεταξάς ανέλαβε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου.[183] Λίγες μέρες αργότερα συγκρούστηκε με τον Κονδύλη και αποχώρισε από την κυβέρνηση ζητώντας την άμεση παλινόρθωση της Βασιλείας.[184] Στις εκλογές της 9ης Ιουνίου 1935, που έγιναν χωρίς τη συμμετοχή των Φιλελευθέρων, το κόμμα του Μεταξά, ο οποίος δήλωνε ότι κάθε ψήφος σε αυτόν ήταν ψήφος στον βασιλιά και την επάνοδό του στην χώρα[185], ανέδειξε επτά βουλευτές.[186] Την αποτυχία του αυτή απέδωσε σε «νοθεία», «πιέσεις» και στην μικρή δημοτικότητά του.[185] Μετά το δημοψήφισμα και την επιστροφή του βασιλιά, ο Μεταξάς έλαβε το παράσημο του Μεγαλόσταυρο του Σωτήρος και ζήτησε από τον Γεώργιο Β΄ την αμνήστευση των κινηματιών,[187] χωρίς όμως οι αξιωματικοί που έλαβαν μέρος στο κίνημα να επιστρέψουν στο στράτευμα.[188] Στις εκλογές του 1936 κατέλαβε πάλι επτά έδρες, γεγονός που το εξέλαβε ως ακόμα μία οικτρή αποτυχία.[189]

Προς τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τις εκλογές οι βενιζελικοί και οι αντιβενιζελικοί δεν μπόρεσαν να σχηματίσουν κυβέρνηση εξαιτίας διαφωνιών κυρίως για το ζήτημα της επανόδου στο στράτευμα των απότακτων δημοκρατικών αξιωματικών του κινήματος του 1935.[190] Μετά την προειδοποίηση της ηγεσίας των ενόπλων δυνάμεων μέσω του υπηρεσιακού υπουργού στρατιωτικών, Παπάγου, για πραξικόπημα σε περίπτωση σχηματισμού κυβέρνησης βενιζελικών με τη στήριξη του ΚΚΕ, ο Γεώργιος Β΄, διόρισε στις 5 Μαρτίου εν αγνοία του πρωθυπουργού υπουργό Στρατιωτικών τον Μεταξά.[191][192][193] Την υπουργοποίησή του επικρότησαν οι Φιλελεύθεροι και προσωπικά ο Βενιζέλος,[191] που ερμήνευσε την αντικατάσταση του Παπάγου από το Μεταξά ως έκφραση της πρόθεσης του Γεωργίου να μην ανεχθεί να γίνει υποχείριο βασιλικών αξιωματικών, επιτρέποντας επεμβάσεις του στρατού στην πολιτική.[192] Ο βασιλιάς επέλεξε το Μεταξά, διότι είχε αναμφισβήτητες ηγετικές ικανότητες, ενώ, επειδή λόγω της έλλειψης πολιτικής ισχύος και ερεισμάτων στο στρατό εξαρτιόταν από την εύνοια του Γεωργίου, ενδεικνυόταν ως τοποτηρητής του στο στράτευμα.[194] Εκτός από αφοσιωμένος φιλοβασιλικός, ο Μεταξάς υποστήριζε κατηγορηματικά την επιβολή αυταρχικού[195] μη κοινοβουλευτικού καθεστώτος ήδη από το 1934.[182] Στις 14 Μαρτίου ορκίστηκε η κυβέρνηση Δεμερτζή, με αντιπρόεδρο, υπουργό Στρατιωτικών και της Αεροπορίας τον Μεταξά.[182] Ο Δεμερτζής πέθανε αιφνιδίως στις 13 Απριλίου και την ίδια ημέρα ο βασιλιάς -ξανά με δική του πρωτοβουλία- διόρισε τον Μεταξά πρωθυπουργό.[191][195]

Μετά από νέα αποτυχία των Φιλελευθέρων να έλθουν σε συμφωνία με τα κόμματα της αντιβενιζελικής παράταξης, η κυβέρνησή Μεταξά εξασφάλισε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή στις 27 Απριλίου με 241 ψήφους υπέρ, 4 αποχές και 16 κατά, τους βουλευτές του Κ.Κ.Ε. και τον Γεώργιο Παπανδρέου, ως προσωρινή λύση μέχρι της επίλυση της διαφωνίας.[196] Τρεις μέρες αργότερα, η Βουλή με ψήφισμά της διέκοψε τις εργασίες της για πέντε μήνες εξουσιοδοτώντας την κυβέρνηση να εκδίδει νομοθετικά διατάγματα για όλα τα θέματα, με τη σύμφωνη γνώμη μιας κοινοβουλευτικής επιτροπής.[197]

9 Μαΐου 1936: Η μητέρα του Τάσου Τούση θρηνεί τον γιο της, τον πρώτο νεκρό της αιματηρής καταστολής της διαδήλωσης των καπνεργατών της Θεσσαλονίκης.

Η παραίτηση του κοινοβουλίου από τον έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας συνέπεσε με την πολιτική στήριξη που προσέφερε ο παραδοσιακός πολιτικός κόσμος στην αυταρχική και κατασταλτική δράση της κυβέρνησης ενώπιον της έξαρσης των εκδηλώσεων του εργατικού κινήματος την περίοδο αυτή,[198] με αποκορύφωμα την αιματηρή καταστολή της απεργίας της 9ης Μαΐου στη Θεσσαλονίκη.[196] Ο Μεταξάς έσπευσε να εκμεταλλευτεί τη συγκυρία, επισείοντας τον κίνδυνο κομμουνιστικής εξέγερσης και στελεχώνοντας τον κρατικό μηχανισμό με στενούς συνεργάτες του.[199] Στα μέσα Ιουλίου επήλθε συμφωνία για το αποτακτικό ζήτημα και τον σχηματισμό κυβέρνησης μεταξύ του αντιβενιζελικού Θεοτόκη και του ηγέτη των Φιλελευθέρων Θεμιστοκλή Σοφούλη, ο οποίος το ανακοίνωσε στον Γεώργιο.[200] Η συμφωνία θα εφαρμοζόταν με την επανάληψη των εργασιών της Βουλής.[199] Όμως, στις 4 Αυγούστου 1936, παραμονή εικοσιτετράωρης πανελλαδικής απεργίας,[200] ο Μεταξάς, επικαλούμενος τον κίνδυνο κομμουνιστικής απειλής και ακυβερνησίας, συγκάλεσε έκτακτο υπουργικό συμβούλιο και ανακοίνωσε την απόφασή του να αναστείλει την ισχύ ορισμένων διατάξεων του Συντάγματος, που κατοχύρωναν τις προσωπικές και συλλογικές ελευθερίες, και να διαλύσει τη βουλή χωρίς να προκηρύξει εκλογές.[201] Με τη συγκατάθεση του βασιλιά, ο οποίος εξέδωσε δύο παράνομα διατάγματα[202] που κατέλυαν τον κοινοβουλευτισμό, επιβλήθηκε η δικτατορία του Μεταξά.[203]

Η δικτατορία του Μεταξά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μεταξάς ασκεπής σε στάση προσοχής στις σκάλες της Παλαιάς Βουλής πιθανώς σε ανάκρουση Εθνικού Ύμνου. Διακρίνονται ο Κ. Κοτζιάς και ο π. Υπουργός Τουρκοβασίλης με τους παριστάμενους να αποδίδουν τον φασιστικό χαιρετισμό.
Μέλη της ΕΟΝ χαιρετούν τον Μεταξά

Εσωτερική πολιτική και οικονομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το καθεστώς είχε αρκετά εξωτερικά γνωρίσματα των φασιστικών καθεστώτων, αλλά ουσιαστικά κατατασσόταν από σύγχρονους παρατηρητές ως «απροσδιόριστο»[204] και στην ουσία του ήταν μια προσωπική δικτατορία του Μεταξά, στελεχωμένη με λίγους έμπιστους ανθρώπους του.[205] Για να θεμελιώσει ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, που θα στηρίζονταν σε ένα φασιστικό κόμμα ή κίνημα, δημιούργησε την ΕΟΝ.[205] Παρά το ότι ήταν αντικομμουνιστικό, βίαιο, αυταρχικό, αστυνομοκρατούμενο και αντικοινοβουλευτικό,[206] δεν ήταν ολοκληρωτικό, αφού δεν επεδίωκε τον γενικό συντονισμό όλης της κοινωνίας,[207] καθώς τηρούνταν κάποιες αρχές της ατομικότητας και άφησε περιορισμένα περιθώρια στην κοινωνία των πολιτών.[208]

Από την πρώτη στιγμή ο Μεταξάς ξεκαθάρισε πως το καθεστώς της 4ης Αυγούστου θα ήταν μόνιμο και δεν είχε πρόθεση να επανέλθει ο κοινοβουλευτισμός.[209] Η ισχυρή του προσωπικότητα, η καχυποψία και η αυταρχική του συμπεριφορά τον έκαναν να συγκεντρώσει μεγάλο μέρος της εξουσίας και να στελεχώσει τον κρατικό μηχανισμό και κεντρικούς θεσμούς κατά πλειοψηφία με αντιβενιζελικούς και Ελευθερόφρονες.[210] Εκτός από πρωθυπουργός, χρίσθηκε «Εθνικός Κυβερνήτης» και «Αρχηγός», ήταν υπουργός των Εξωτερικών, των τριών πολεμικών υπουργείων (Αεροπορίας, Στρατιωτικών, Ναυτικού), ενώ είχε υπό τον έλεγχό του όλα τα υφυπουργεία.[210] Κεντρικό ρόλο κατείχε ο υφυπουργός Δημοσίας Ασφαλείας Κωνσταντίνος Μανιαδάκης, που είχε στη δικαιοδοσία του τα σώματα ασφαλείας, την καταπολέμηση του κομμουνισμού και την αντικατασκοπεία.[211] Ο Θεολόγος Νικολούδης ήταν υφυπουργός στο κρίσιμο υπουργείο Τύπου και Τουρισμού, που ήταν επιφορτισμένο με την προπαγάνδα και τη λογοκρισία.[212] Σημαντικό πρόσωπο ήταν και ο υπουργός-διοικητής Πρωτευούσης Κώστας Κοτζιάς, ο οποίος θεωρούνταν φυσικός διάδοχος του Μεταξά.[213] Ο Ιωάννης Διάκος ήταν εξ απορρήτων σύμβουλος και ο πλέον έμπιστος συνεργάτης του Μεταξά.[214]

Σύμφωνα με τον Μεταξά, η κυβέρνησή του είχε ως στόχο να απαλλάξει τη χώρα από τον κομμουνισμό και τα κόμματα.[206] Τα κόμματα αποδυναμωμένα από τις έριδες των προηγούμενων ετών και χωρίς τους ηγέτες τους που είχαν αποβιώσει, δεν μπορούσαν να κινητοποιήσουν τους πολίτες, που κουρασμένοι και απογοητευμένοι από τους πολιτικούς παρέμειναν απαθείς.[215] Σχεδόν όλοι οι κοινοβουλευτικοί και τα κομματικά στελέχη εξορίστηκαν.[216] Ιδιαίτερα στο ΚΚΕ ασκήθηκε συστηματική καταστολή, που με φυλακίσεις, εκτοπίσεις, βασανιστήρια και ψυχολογική βία υποχρεώθηκαν πολλά μέλη του να υπογράψουν Δήλωση μετανοίας.[217][218] Θεσπίστηκε το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, χωρίς το οποίο δεν μπορούσε κανείς να διοριστεί στο δημόσιο και σε μεγάλες επιχειρήσεις.[219] Θεμελιώδες συστατικό του Νέου Κράτους που οραματιζόταν ο Μεταξάς ήταν η Αναγέννηση της Ελλάδος με τη δημιουργία του Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού που θα βασίζονταν σε τέσσερις συνιστώσες: Βασιλιάς, Πατρίδα, Θρησκεία και Οικογένεια.[220] Στον βασιλιά όφειλε σε μεγάλο βαθμό την παραμονή του στην εξουσία και ανησυχούσε συνεχώς ότι μπορούσε να χάσει την υποστήριξη και εμπιστοσύνη του.[221] Η θρησκεία είχε σημαντικό ρόλο στις σκέψεις του αλλά οι αναφορές του δημόσια γι' αυτήν ήταν μηδαμινές.[222] Η οικογένεια ήταν ένας θεσμός που πίστευε με πάθος και όριζε ως αποστολή της την αναγέννηση της ελληνικής κοινωνίας και της πατρίδας.[223] Φίλος της μουσικής και του θεάτρου θεμελίωσε το 1938 Βασιλικό Θέατρο Θεσσαλονίκης, εγκαινίασε τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, ίδρυσε το Λυρικό Θέατρο Αθηνών ενώ με ενθάρρυνση και συχνή παρουσία του Μεταξά, σημειώθηκε μεγάλη άνθινη στη ζωγραφική και τη λογοτεχνία,[224] αν και η καλλιτεχνική έκφραση δεν ήταν απόλυτα ελεύθερη, ρυθμιζόμενη με αυστηρούς περιορισμούς.[225] Τον Νοέμβριο του 1938 ανέλαβε υπουργός παιδείας και προχώρησε σε ριζική γλωσσική μεταρρύθμιση εφαρμόζοντας στη διδασκαλία στη Στοιχειώδη Εκπαίδευση τη δημοτική γλώσσα.[226] Σημαντικό ρόλο για την Αναγέννηση είχαν οι εορτασμοί της επετείου της «Τετάρτης Αυγούστου» οι οποίες είχαν έντονο προπαγανδιστικό χαρακτήρα και χαρακτηρίστηκαν από την κατασπατάληση του δημοσίου χρήματος.[227] Εξασφάλισε και προστάτευσε τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης[228] αλλά επιδίωξε την εξαφάνιση των διαλέκτων και μειονοτικών γλωσσών, όπως τη σλαβομακεδονική και κουτσοβλαχική.[229]

Καθώς ο Μεταξάς δεν είχε το χαρακτηριστικό της χαρισματικής ηγεσίας που είχαν υιοθετήσει οι ηγέτες των ολοκληρωτικών καθεστώτων της Ευρώπης, προσπάθησε να κατακτήσει τις μάζες μέσω της προβολής μιας εικόνας ηρωικού ή υποδειγματικού χαρακτήρα.[230] Προβλήθηκε ως Μπαρμπαγιάννης, ένας καλοκάγαθος άνθρωπος του καθήκοντος με ηθικές αξίες·[231] Πατέρας του Έθνους με ενδιαφέρον για τη νεολαία και την οικογένεια·[232] Πρώτος Αγρότης, δείχνοντας ιδιαίτερη προσοχή στους αγρότες ρυθμίζοντας τα χρέη του και απαλλάσσοντάς τους από τα τοκογλυφικά δάνεια·[233] Πρώτος Εργάτης, προβάλλοντας την αναγνώριση της αξίας της εργασίας και ταυτιζόμενος με την εργατική τάξη. [234] Από το 1937 μάλιστα καθιερώθηκε η 1η Μαΐου ως «Ημέρα Εορτασμού της Εργασίας».[225] Οι εκδηλώσεις λατρείας και κατευθυνόμενης κολακείας έφτασαν σε υπερβολικό βαθμό, καθώς έφτασαν να τον προσφωνούν Πρώτο Αθλητή, Πρώτο Δημοτικιστή Πρωθυπουργό και Πρώτο Μηχανικό.[235]

Η οικονομική πολιτική του Μεταξά στηρίχθηκε στον οικονομικό εθνικισμό, δηλαδή την δασμολογική προστασία, τις ποσοστώσεις επί των εισαγωγών, τις συμφωνίες clearing κλπ.[236] Επίσης στηρίχθηκε στην αυτάρκεια, που είχε ως αποτέλεσμα την εσωστρέφεια και την συμπίεση του βιοτικού επιπέδου, αν και θεωρήθηκε ως μια μεσοπρόθεσμη έκτακτη ανάγκη λόγω της παγκόσμιας κρίσης και της χρεοκοπίας του 1932.[237] Τα περιοριστικά μέτρα που εφάρμοσε είχαν ως αποτέλεσμα την μείωση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου της Ελλάδος.[238] Μια σειρά από δημόσια έργα προωθήθηκαν ώστε να αντιμετωπιστεί, έστω και μερικώς, η ανεργία.[239] Η βαριά έμμεση φορολογία έπληξε κυρίως τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα.[240] Ταυτόχρονα, έγιναν επίμονες προσπάθειες για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, κυρίως στην βαριά βιομηχανία, και στην αναζήτηση νέων ενεργειακών πόρων, όπως λιγνίτης και πετρέλαιο.[238] Ο κρατικός παρεμβατισμός ήταν περιορισμένος και άφηνε περιθώρια στην ελεύθερη οικονομία.[241] Ωστόσο δεν είναι εφικτή μια αξιόπιστη εικόνα της ελληνικής οικονομίας στα χρόνια της διακυβέρνησης του Μεταξά, διότι απαγορεύονταν κάθε είδηση για την γενικότερη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας, εκτός από τις ανακοινώσεις του υπουργείου Οικονομικών.[238]

Εξωτερική πολιτική και άμυνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο βασιλιάς της Ελλάδος Γεώργιος Β΄
Ο Μπενίτο Μουσολίνι

Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, ο Μεταξάς προσπάθησε να ισορροπήσει μεταξύ της Αγγλίας και της Γερμανίας, με το ολοκληρωτικό καθεστώς της οποίας υπάρχουν κοινά χαρακτηριστικά. Παρόλα αυτά η εγκαθίδρυση της δικτατορίας δεν αποτελεί σημείο καμπής στην ιστορία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, καθώς ο Μεταξάς κινήθηκε μακριά από ιδεολογικές αγκυλώσεις, αφομοίωσε τα διδάγματα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου[242] και ακολούθησε το δόγμα της παραδοσιακής φιλίας με την Μ. Βρετανία, σε φυσική αντίδραση με τον βουλγαρικό και ιταλικό επεκτατισμό.[243] Από τη δεκαετία του 1930 η αντιβενιζελική παράταξη στην οποία ανήκε είχε συντονιστεί με την πολιτική των κρατών της δυτικής Ευρώπης στα Βαλκάνια, ιδιαίτερα της Μ. Βρετανίας, θεωρώντας πως ήταν σύμφωνη με την εξυπηρέτηση των ελληνικών συμφερόντων.[244] Κύριος στόχος του ήταν η επιδίωξη μιάς συμμαχίας με την Μ. Βρετανία και η διατήρηση καλών σχέσεων με την Φασιστική Ιταλία.[242] Σε αντίθεση με τα ολοκληρωτικά καθεστώτα της εποχής, που δεν αποδέχονταν τα υφιστάμενα σύνορα και θεωρούσαν τον πόλεμο ηθικά αναγκαίο για την αποκατάσταση των αδικιών, σταθερή θέση του ήταν η ειρηνική σχέση με τις γείτονες χώρες και η αναγνώριση του συνοριακού καθεστώτος που είχε συμφωνηθεί με τις συνθήκες του Νεϊγύ το 1919 και της Λωζάνης το 1923.[245] Επιβεβάιωση αυτής της πολιτικής ήταν η συνέχιση της συμμετοχής της Ελλάδας στο Βαλκανικό Σύμφωνο (1934) και η υπογραφή με τον υπουργό εξωτερικών της Τουρκίας, το 1938, μιας πρόσθετης Ελληνοτουρκικής Συνθήκης, η οποία ενίσχυε το ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Εγκάρδιας Συνεννόησης που αφορούσε τον συντονισμό κοινής άμυνας στη Θράκη έναντι βουλγαρικής επίθεσης.[246] Παράλληλα, έτρεφε βαθύτατη καχυποψία για τις προθέσεις του Μπενίτο Μουσολίνι και από νωρίς είχε λάβει σοβαρά υπόψη το ενδεχόμενο εμπλοκής σε ένοπλη αναμέτρηση, στα πλαίσια ενός νέου παγκοσμίου πολέμου.[247] Με βάσει τα διεθνοπολιτικά δεδομένα άλλα και τα γεωπολιτικό πλαίσιο που έπρεπε να δράσει η Ελλάδα, πίστευε ακράδαντα ότι η χώρα έπρεπε να ταχθεί ανεπιφύλακτα με την Μ. Βρετανία, η οποία ήταν η ηγεμονούσα ναυτική δύναμη όχι μόνο της Μεσογείου αλλά και διεθνώς.[248] Ένας επιπλέον λόγος, όμως, γι αυτή την στάση του ήταν η επίγνωση της μειονεκτικής θέσης του απέναντι στον Γεώργιο Β', ο οποίος είχε την υποστήριξη της βρετανικής κυβέρνησης και γι΄ αυτό ο Μεταξάς, ιδιαίτερα τα δύο πρώτα χρόνια της διακυβέρνησής του, διαβεβαίωνε ότι ήταν αποφασισμένος να συνεργαστεί με την Αγγλία τόσο σε πολιτικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο.[249] Έτσι η δικτατορία του εξυπηρέτησε τα βρετανικά οικονομικά συμφέροντα καλύτερα απ' ότι η Δημοκρατία μεταξύ του 1932 και 1935 [250] και πολλές φορές ο Μεταξάς ήταν αναγκασμένος να παίζει το ρόλο του μεσολαβητή ανάμεσα στην βρετανική κυβέρνηση με τα διάφορα βρετανικά συμφέροντα από την μία μεριά και το ελληνικά κρατικά συμφέροντα και με τους διάφορους οικονομικούς-επιχειρηματικούς κύκλους από την άλλη.[251]

Έπειτα από την Συμφωνία του Μονάχου, η οποία φούντωσε το κλίμα αναθεωρητισμού στην Ευρώπη, ο Μεταξάς πρότεινε στην αγγλική κυβέρνηση τη σύναψη αμυντικής συμμαχίας.[252] Πίστευε ότι μόνο τα ολοκληρωμένα αμυντικά μέτρα στα πλαίσια μιας ελληνοβρετανικής συμμαχίας μπορούσαν αποφευχθούν τα λάθη του Α Π.Π.[253] Σε διαφορετική περίπτωση ήταν αναγκαία μια ικανοποιητική οικονομική βοήθεια για την δημιουργία μια ισχυρής ένοπλης άμυνας.[253] Αλλά ούτε αυτού του είδους η βοήθεια να δίνονταν ήταν αποφασισμένος να διατηρήσει ουδετερότητα έναντι ιταλικών προκλήσεων και δεν θα συμμαχούσε με την Ιταλία.[253] Η Βρετανία όμως αρνήθηκε διπλωματικά, υπολογίζοντας ότι μια τέτοια συμμαχία θα αντιμετωπίζονταν ως πρόκληση από την Ιταλία και ίσως προξενούσε ελληνοβουλγαρικό πόλεμο, την ώρα που η άμυνα της Ελλάδας ήταν ανεπαρκής.[254] Επιπλέον, επιφυλάσσονταν να συνδεθεί με επίσημο τρόπο με ένα καθεστώς που θεωρούσε ότι είχε αβέβαιο μέλλον εξαιτίας της αντιδημοτικότητάς του.[254] Το επόμενο διάστημα, οι αρνητικές απόψεις του βρετανού πρεσβευτή Ουοτερλόου για το καθεστώς[255] και η συμβουλή του προς τον Γεώργιο Β΄ για την επαναφορά μιας νόμιμης και συνταγματικής κυβέρνησης[256] είχαν ως αποτέλεσμα την δυσαρέσκεια του Μεταξά και την αντικατάστασή του στην βρετανική πρεσβεία από τον Μάικλ Πάλερετ.[257] Το Φόρεϊν Όφις στήριζε τον Μεταξά και σε μνημόνιο τον Φεβρουαρίου του 1939 επισήμανε ότι όσον αφορά την ελληνική εξωτερική πολιτική, το παρόν καθεστώς τους εξυπηρετούσε θαυμάσια.[258] Κατά τον βρετανό υπουργό εξωτερικών λόρδο Χάλιφαξ, είχε αποδειχθεί ότι ήταν ικανός να αντισταθεί στους Γερμανούς και ήταν ειλικρινής η επιθυμία του να συνεργαστεί με την βρετανική κυβέρνηση.[258]

Όταν τα ιταλικά στρατεύματα κατέλαβαν την Αλβανία τον Απρίλιο του 1939, ο Μεταξάς, φανερά ανήσυχος, ενημέρωσε τον βρετανό πρεσβευτή ότι ήταν αποφασισμένος να αντισταθεί μέχρις εσχάτων έναντι πιθανής ιταλικής εισβολής και προτιμούσε την τέλεια καταστροφή της Ελλάδος παρά την ατίμωση.[259] Ο Μουσολίνι διαβεβαίωσε την ελληνική κυβέρνηση ότι δεν είχε βλέψεις έναντι της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας[260] και ο Νέβιλ Τσάμπερλεν δήλωσε ότι η Βρετανία σε περίπτωση απειλής της ελληνικής ανεξαρτησίας, θα αισθανόταν  υποχρεωμένη να παράσχει την υποστήριξή της στην ελληνική κυβέρνηση.[261] Αυτή η δήλωση του βρετανού πρωθυπουργού, που ο Μεταξάς επικρότησε,[262] ήταν περισσότερο μια ηθική υποχρέωση ενίσχυσης της Ελλάδος και όχι δέσμευση κήρυξης πολέμου σε περίπτωση που η χώρα δέχονταν εισβολή από τρίτη δύναμη.[261] Το αμέσως επόμενο διάστημα οι ελληνοιταλικές σχέσεις βελτιώθηκαν σε σημαντικό βαθμό.[263][ε] Όταν τον Σεπτέμβριο του 1939 έληξε το Ελληνοϊταλικό Σύμφωνο του 1928, ο Μεταξάς, ακολουθώντας τις υποδείξεις των βρετανών να μην αναλάβει συμβατικές υποχρεώσεις απέναντι στους Ιταλούς, αρνήθηκε την υπογραφή νέου συμφώνου.[262] Τελικά, ο έλληνας πρωθυπουργός μαζί με τον Μουσολίνι ανακοίνωσαν την επιθυμία τους για μια μια πολιτική ειρήνης και φιλίας μεταξύ των δύο χωρών, αμοιβαίας απομάκρυνσης στρατευμάτων από τα ελληνοαλβανικά σύνορα και να τεθούν σε καλύτερη βάση οι μεταξύ τους σχέσεις.[266]

Ιταλοί στρατιώτες στην Αλβανία, 7 Απριλίου 1939
Οχυρωματικές εργασίες από τον Ελληνικό Στρατό στη γραμμή Ελαίας - Καλαμά, Μάρτιος 1939

Η κατάκτηση της Αλβανίας από την Ιταλία είχε ως αποτέλεσμα την αλλαγή του αμυντικού δόγματος της Ελλάδος, που έως τότε ήταν η αντιμετώπιση της βουλγαρικής απειλής.[267][268] Ήδη, πριν την εγκαθίδρυση του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, στρατιωτική προτεραιότητα ήταν η θωράκιση της χώρας στα βορειοανατολικά σύνορα.[269] Ο Μεταξάς από νωρίς εφάρμοσε ένα άκρως φιλόδοξο πρόγραμμα στρατιωτικού εξοπλισμού με δαπάνες υπερδιπλάσιες σε σχέση με την περίοδο 1930-1936.[269] Η Γραμμή Μεταξά, που άρχισε να  κατασκευάζεται το 1937 και όφειλε την ονομασία της στον εμπνευστή της, υλοποιήθηκε με εσωτερικό δανεισμό και σκληρή φορολογία[270] Ήταν το μεγαλύτερο οχυρωματικό έργο στη νεότερη ελληνική ιστορία και μία από τις μεγαλύτερες αμυντικές κατασκευές της Ευρώπης.[269] Έργα βελτίωσης της οδοποιίας, των σιδηροδρόμων και των λιμανιών έγιναν με στόχο την απόκρουση των βουλγαρικών στρατευμάτων[271]  Όμως, η αμυντική οργάνωση στα ελληνοαλβανικά σύνορα ήταν ανεπαρκείς, καθώς κανένα οχυρωματικό έργο δεν έγινε εκεί.[271][272] Ούτε το ελληνικό Γενικό Επιτελείο Στρατού είχε απασχολήσει το θέατρο επιχειρήσεων στην Αλβανία και δεν είχε εκπονηθεί κάποια μελέτη πιθανής εισβολής και αμυντικής προπαρασκευής.[273] Η παρουσία ιταλικών στρατευμάτων στην Αλβανία άλλαξε τον αμυντικό σχεδιασμό του Γενικού Επιτελείου, αλλά ο βουλγαρικός τομέας εξακολούθησε να λαμβάνει μεγαλύτερο μερίδιο δαπανών σε πολεμικό υλικό και οχυρωματικά έργα μέχρι τον Οκτώβριο του 1940.[273] Η διστακτικότητα του Μεταξά να δεσμεύσει πόρους για το αλβανικό μέτωπο, οφείλονταν στον φόβο του πως θα προκαλούσε τους Ιταλούς[272] [ζ]

Η προσπάθεια του Μεταξά για την δημιουργία εγχώριας πολεμικής βιομηχανίας εξαρτιόταν από την εισαγωγή τεχνολογίας από το εξωτερικό.[274] Η Γερμανία κατά την περίοδο 1936-1940 προμήθευσε το 85% των συνολικών εισαγωγών οπλισμού, αν και σημαντικές ποσότητες κατέληξαν στην Ισπανία, με αντάλλαγμα σκληρό συνάλλαγμα ή χρυσό.[275] Δεν ήταν η αγορά οπλισμού η μόνη οικονομική δοσοληψία με την Γερμανία, καθώς το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, στην διάρκεια της περιόδου 1936-39, τριπλασίασε τη μέση ετήσια αξία των γερμανικών εισαγωγών και διπλασίασε τις ελληνικές εξαγωγές στην ναζιστική Γερμανία.[276] Οι δοσοληψίες αυτές δεν έγιναν λόγω ιδεολογικής συγγένειας[η] ή κάποιας γεωπολιτικής επιδίωξης, αλλά επιβάλλονταν από την πολιτική της αυτάρκειας και του οικονομικού εθνικισμού που επικρατούσε τότε στην Ευρώπη[278] και ο Μεταξάς προσπαθούσε να ισορροπήσει μεταξύ των οικονομικών συμφωνιών με το Ράιχ και αποτροπή αυτής της οικονομικής διείσδυσης σε πολιτική δέσμευση της Ελλάδας.[279] Για να περιοριστούν οι ελληνικές εξαγωγές στην Γερμανία υπογράφηκε τον Οκτώβριο του 1939 μια ελληνοβρετανική συμφωνία, με αντιστάθμισμα την υπόσχεση των βρετανών να διευκολύνουν την εισαγωγή στην Ελλάδα προϊόντων που ήταν κρίσιμα για την επιβίωση της χώρας.[280] Αποτέλεσμα της συμφωνίας ήταν η Ελλάδα να αντιμετωπίσει σοβαρότατη έλλειψη ζωτικών εφοδίων, επηρέασαν δυσμενώς τον αγροτικό και αστικό πληθυσμό και υπονόμευσαν την οικονομία της.[281] Μια νέα ελληνοβρετανική οικονομική συμφωνία τον Ιανουάριο του 1940 κατέστησε την Ελλάδα δέσμια της βρετανικής πολιτικής και την απομάκρυνε από την ουδετερότητα.[282]

Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Πορεία προς τον πόλεμο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 11 Αυγούστου του 1940 το επίσημο ιταλικό πρακτορείο Στέφανι δημοσίευσε ένα ανακοινωθέν που υπαγόρευσε ο Μουσολίνι.[283] Σε αυτό γίνονταν λόγος, με αναπόδεικτα στοιχεία, για κάποια αλβανική μειονότητα της Τσαμουριάς και για έναν αλβανό ληστή, που παρουσιαζόταν ως εθνομάρτυρας, ο οποίος δολοφονήθηκε από Έλληνες.[284] Όπως αναφέρει ο Τσιάνο, την επόμενη ημέρα ο Ντούτσε ανέφερε πως είχε στόχο την εκχώρηση της Τσαμουριάς και της Κέρκυρας χωρίς επέμβαση και αν υπάρξει αντίσταση θα μπορούσαν να φτάσουν μέχρι τα άκρα.[285] Επίσης ανακοίνωσε στους στρατηγούς Τζιακομόνι και Πράσκα ότι ήταν αποφασισμένος να επιτεθεί, για πολιτικούς λόγους, στην Ελλάδα στα τέλη Σεπτεμβρίου.[286] Το Ελληνικό Πρακτορείο Ειδήσεων αντέδρασε στο ανακοινωθέν αποκαθιστώντας την αλήθεια και ο Μεταξάς αναρωτιόταν αν η αλλαγή στάσης της Ιταλίας ήταν ένα προμήνυμα επίθεσης κατά της Ελλάδας ή καποια ανακίνηση του ζητήματος της Τσαμουριάς.[285] Έτσι, ο πρωθυπουργός απευθύνθηκε στον Γερμανό πρεσβευτή Έρμπαχ, εκφράζοντας τον φόβο του για ιταλική επέμβαση, δηλώνοντας ότι αν η Ιταλία έχει εδαφικές βλέψεις έναντι ελληνικών εδαφών, οι Έλληνες θα αντισταθούν σε κάθε επίθεση και δεν θα δεχτούν ταπεινώσεις, ακόμη και αν αυτό σημαίνει την καταστροφή τους.[287] Το ίδιο δήλωσε, γι ακόμη μία φορά, και στην βρετανική κυβέρνηση.[281] Στο ερώτημά του, όμως, για το ποια θα ήταν η υποστήριξη των βρετανών σε μια ιταλική επίθεση, η απάντηση τους ήταν ότι θα προσπαθούσαν να θέσουν την Ιταλία εκτός μάχης.[288] Η αδυναμία των βρετανών για ουσιαστική βοήθεια έκανε τον Πάλερετ να θεωρήσει ότι ήταν αδύνατον η Ελλάδα να προβάλει αντίσταση και έτσι ο Τσώρτσιλ τηλεγράφησε στον Μεταξά, δηλώνοντας τον θαυμασμό του για την θαρραλέα στάση των Ελλήνων και του ηγέτη τους.[289] Ο Μεταξάς δέχτηκε την βρετανική απάντηση, αλλά πλέον οι Βρετανοί θεωρούσαν την Ελλάδα χαμένη υπόθεση και δεν πίστευαν ότι τα ελληνικά στρατεύματα θα μπορούσαν να υπερασπιστούν την ηπειρωτική χώρα.[290]

Το καταδρομικό Έλλη.

Στο μεταξύ η ιταλική επιθετικότητα συνεχίστηκε, όταν στις 15 Αυγούστου 1940, ανήμερα της σημαντικής για τους Έλληνες γιορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου, ένα ιταλικό υποβρύχιο βύθισε στην Τήνο το παλιό καταδρομικό Έλλη.[291] Την ίδια μέρα ιταλικά πολεμικά αεροσκάφη βομβάρδισαν ένα ελληνικό επιβατικό πλοίο.[292] Την επόμενη μέρα ο Μεταξάς ήταν πεπεισμένος για επίθεση κατά της Ελλάδας και δήλωνε πως θα αγωνιστεί πρώτα για την τιμή και την δόξα και ύστερα για την νίκη.[293] Έπειτα από έρευνες, η ταυτότητα του υποβρυχίου έγινε γνωστή στις 21 Αυγούστου, αλλά διέταξε να μη δημοσιευθούν τα αποτελέσματά της ώστε να μη δώσουν προσχήματα στην Ιταλία για επιθετικές ενέργειες.[294] Πληροφορίες που έφτασαν στο Ελληνικό Γενικό Επιτελείο, ανέφεραν μετακινήσεις ιταλικών στρατευμάτων στα ελληνικά σύνορα και ο Μεταξάς κάλεσε, την νύχτα 22 προς 23 Αυγούστου, σε σύσκεψη τους Παπάγο, Μαυρουδή και Παπαδάκη ( διπλωματικό σύμβουλο του πρωθυπουργού).[295] Στην πρόταση του Παπάγου για επιστράτευση δύο Σωμάτων Στρατού, ο Μεταξάς αποφάσισε την κινητοποίηση δύο μεραρχιών, διότι φοβόταν ότι θα προκαλούσε τους Ιταλούς και τους Γερμανούς.[295] Η παρέμβαση όμως των Γερμανών, που επιθυμούσαν ειρήνη και ηρεμία στα Βαλκάνια, απέτρεψε τους ιταλούς από επιθετικές κινήσεις.[296] Ο κίνδυνος μιας επίθεσης είχε αποτραπεί και ο Μεταξάς, ανακουφισμένος, έδωσε εντολή στον έλληνα πρέσβη στο Βερολίνο Αλέξανδρο Ρίζο Ραγκαβή να ευχαριστήσει τον Χίτλερ.[297]

Για τον Ντούτσε η Ελλάδα αποτελούσε μέρος των μακροπρόθεσμων σχεδίων εδραίωσης της ιταλικής κυριαρχίας στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο και η εγκατάσταση γερμανικών δυνάμεων στην Ρουμανία στις αρχές Οκτωβρίου έγινε η αφορμή για την απόφασή του για να επιτεθεί στην Ελλάδα.[298] Στις 15 Οκτωβρίου ο Μουσολίνι συγκάλεσε σύσκεψη των στρατιωτικών αρχηγών του και αποφασίστηκε το επιχειρησιακό σχέδιο επίθεσης και κατάληψης της Ελλάδας.[299] Στην Ελλάδα, οι ιταλικές κινήσεις αύξαναν την ανησυχία και ήδη από τον Απρίλιο αναθεωρήθηκε το επιτελικό σχέδιο άμυνας.[300] Ταυτόχρονα, με την μεγαλύτερη δυνατή μυστικότητα, κλήθηκαν για μακροχρόνια εκπαίδευση διάφορες ειδικότητες, το καλοκαίρι αυξήθηκε ο χρόνος ασκήσεων των εφέδρων αξιωματικών και στρατιωτών, ενώ τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο έγινε μερική επιστράτευση με ατομικές προσκλήσεις.[300] Στις 23 Οκτωβρίου ο Έλληνας πρέσβης στην Ρώμη ενημέρωσε τον Μεταξά ότι η επίθεση αναμενόταν μεταξύ 25ης και 28ης.[301] Παρά την αγωνία του για την συγκέντρωση ιταλικών στρατευμάτων στα ελληνοαλβανικά σύνορα και τις φήμες που κυκλοφορούσαν, ο Μεταξάς ισχυρίζονταν, στις 25 Οκτωβρίου, ότι η στρατιωτική κατάσταση ήταν πολύ λιγότερο ανησυχητική από το πρόσφατο παρελθόν, γιατί ήταν επιτυχημένο το μυστικό σχέδιο επιστράτευσης και είχαν βελτιωθεί οι θέσεις του πυροβολικού στην γραμμή άμυνας.[302]

Η ιταλική εισβολή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξώφυλλο εφημερίδας "Έθνος", 28 Οκτωβρίου 1940.

Στις 28 Οκτωβρίου 1940, στις 3 π.μ., ο Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα Εμμανουέλε Γκράτσι επισκέφθηκε τον Μεταξά και του επέδωσε τελεσίγραφο, με το οποίο η ιταλική κυβέρνηση κατηγορούσε την Ελλάδα ότι παραβιάζοντας την ουδετερότητά της διευκόλυνε ενεργά την Βρετανία[303] και ζητούσε να επιτραπεί σε ιταλικές δυνάμεις να καταλάβουν διάφορες στρατηγικές θέσεις.[304] Οι θέσεις αυτές δεν κατονομάζονταν και το τελεσίγραφο ήταν διατυπωμένο με τέτοιο τρόπο ώστε να ήταν βέβαιη η απόρριψή του.[305][306] Αφού διάβασε προσεκτικά το κείμενο της διακοίνωσης,[307] που ουσιαστικά ισοδυναμούσε με κήρυξη πολέμου, ο Μεταξάς, χωρίς να συμβουλευτεί τους αρμόδιους στο Υπουργείο Εξωτερικών και τον βασιλιά, απέρριψε το περιεχόμενό του χωρίς δισταγμό[306][308][309][304] λέγοντας στα γαλλικά Alors, c'est la guerre,[307] φράση που έγινε από εκείνη την στιγμή το Όχι των Ελλήνων.[304] H στάση του, που με αυτή εξέφραζε την συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων,[310] ήταν εναρμονισμένη με την εξωτερική πολιτική που είχε ακολουθήσει ο ίδιος τα προηγούμενα χρόνια, σύμφωνα με την οποία ήταν προς το συμφέρον της χώρας η σύμπλευση με τους «Αγγλοσαξονικό κόσμο»[311][312] και με βασικό γνώμονα την ελευθερία της Ελλάδας.[310]

Σχεδόν αμέσως ο Μεταξάς μετέδωσε την είδηση του πολέμου στον βασιλιά και προήγαγε τον Παπάγο σε Αρχιστράτηγο, επιφορτίζοντάς τον με την άμεση εκτέλεση του Σχεδίου Επιστράτευσης.[313] Συνάντησε τον βρετανό πρεσβευτή και του ζήτησε την ταχύτατη αποστολή βοήθειας, κυρίως αεροπορικής και ναυτικής.[314] Στις 04:30 συγκάλεσε υπουργικό συμβούλιο στο οποίο είπε πως ο σκληρός κι άνισος αγώνας της Ελλάδας δεν θα είναι μόνο κατά των Ιταλών καθώς γρήγορα θα εμπλακούν και οι Γερμανοί.[315] Θεωρούσε ότι το πιθανότερο ήταν να χαθεί προσωρινά η Μακεδονία και η Ήπειρο, ίσως και Αθήνα.[315] Πίστευε ότι ο αγώνας που αναλάμβανε το έθνος ήταν πόλεμος τιμής και οι ηθικές αξίες θα θριαμβεύσουν επί των υλικών, ενώ ήταν απόλυτα πεπεισμένος ότι η νίκη θα είναι με το μέρος των Συμμάχων.[316] Κατέληξε με τα εξής λόγια Θα υποφέρωμεν τα πάνδεινα, αλλά με το θαυμάσιο φρόνημα του λαού, με την ομόψυχον ένωσιν όλων των Ελλήνων, πιστεύω εις την νίκη.[315] Ακολούθησε το ραδιοφωνικό διάγγελμά του Μεταξά που καλούσε το έθνος να εγερθεί σύσσωμο και να αγωνιστεί.[317] Με την ανακοίνωση της είδησης του πολέμου πλήθος κόσμου, μέσα σε ενθουσιασμό και εθνική έξαρση, κατέκλυσε τους δρόμους της Αθήνας και των άλλων πόλεων, κάνοντας την 28η Οκτωβρίου μέρα γιορτής.[318] Μετά από διαψεύσεις και απογοητεύσεις στην σταδιοδρομία του, ο Μεταξάς με την άρνησή του να υποκύψει στους Ιταλούς λάμβανε τη γενική αποδοχή.[319] Αν και ήταν ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της Ελλάδος και ο μοναδικός εμπόλεμος σύμμαχος της Αγγλίας, δεν μπόρεσε να ξεφύγει από την ψυχοπαθολογία και την έντονη ανασφάλεια που τον κατείχε.[320]

Ο Μεταξάς ανέλυσε εκτενώς την απόφασή του σε εμπιστευτική ανακοίνωση προς τους ιδιοκτήτες και αρχισυντάκτες του Αθηναϊκού Τύπου στο Γενικό Στρατηγείο (Ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία), στις 30 Οκτωβρίου 1940. Σύμφωνα με το σκεπτικό του, αν αποδεχόταν το τελεσίγραφο, θα επαναλαμβανόταν ο Εθνικός Διχασμός του 1916, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να βρεθεί στον πόλεμο αποδυναμωμένη και με τις δυνάμεις της διασπασμένες.[321] Η Ιταλία, η Βουλγαρία, η Αγγλία και η Τουρκία θα εκμεταλλεύονταν το γεγονός και θα καταλάμβαναν αμφισβητούμενες περιοχές όπως τη Μακεδονία, το Αιγαίο, τη Θράκη κ.α.[322] Ήταν λοιπόν κατά την άποψή του η ύστατη λύση για να διασφαλίσει τα συμφέροντα της πατρίδας του, που πολεμούσε για την δόξα και την τιμή της.[323] Έχοντας συμμετέχει στα γεγονότα του Διχασμού και βιώσει τις συνέπειές του, πίστευε με βεβαιότητα στη νίκη της μεγαλύτερης θαλάσσιας δύναμης, της Βρετανίας, και ότι η Ελλάδα θα εξέρχονταν από τον πόλεμο μεγαλύτερη, υπονοώντας ότι θα αποκόμιζε τα Δωδεκάνησα.[324][325]

Η εξέλιξη του πολέμου και οι γερμανικές διαμεσολαβητικές προτάσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την επιτυχημένη άμυνα στο αλβανικό μέτωπο, οι ελληνικές δυνάμεις εξαπέλυσαν γενική επίθεση αναγκάζοντας τους Ιταλούς να υποχωρήσουν. Ο Μεταξάς συνεχώς ζητούσε την στρατιωτική βοήθεια της Βρετανίας ώστε να εξουδετερώσει τις ιταλικές δυνάμεις και να αποτρέψει μια ενδεχόμενη γερμανική επίθεση.[326] Η Γερμανία, ενόψει της Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα, έβλεπε την βρετανική παρουσία στην Ελλάδα ως απειλή, αφενός για τα στρατεύματα που θα εισέβαλαν στην Σοβιετική Ένωση, αφετέρου για τις ρουμανικές πετρελαιοπηγές.[327] Οι Γερμανοί πριν την επίθεσή τους κατά της Ελλάδας, βολιδοσκόπησαν την ελληνική κυβέρνηση με διάφορες μεσολαβητικές προτάσεις για τον τερματισμό του Ελληνοϊταλικού πολέμου και την αποχώρηση των Βρετανών από την Ελλάδα.[328] Ο Μεταξάς, ωστόσο, διαβεβαίωσε τον βρετανό πρεσβευτή ότι τίποτα δεν μπορούσε παρεμβληθεί ανάμεσα στην Βρετανία και την Ελλάδα και κατέστησε απολύτως σαφές στον Γερμανό πρεσβευτή Έρμπαχ ότι η συμμαχία τους βρετανούς αποτελούσε βάση της πολιτικής του.[329] Παρά τις πληροφορίες ότι ο Μεταξάς ζητούσε επίσημες γερμανικές προτάσεις διαμέσου της διπλωματικής οδού (μια προσχηματική απαίτηση), δήλωνε απερίφραστα, στα μέσα Ιανουαρίου του 1941, ότι δεν εμπιστεύονταν την Γερμανία και οποιαδήποτε εγγύησή της δεν αποτελούσε επαρκή συνθήκη για παύση του Ελληνοϊταλικού πολέμου.[330][θ]  

Στο μεταξύ τα ελληνικά στρατεύματα προέλαυναν μέσα στο αλβανικό έδαφος και στις 22 Νοεμβρίου κατέλαβαν την Κορυτσά, την πρώτη πόλη που αποσπάσθηκε από τις Δυνάμεις του Άξονα από την έναρξη του Β΄ Π.Π. [332] Όταν ο Μεταξάς ενημερώθηκε, συγκινημένος ανήγγειλε το γεγονός στους Έλληνες και για την μεγάλη αυτή νίκη στην πρωτεύουσα και σε άλλες ελληνικές πόλεις πλήθος κόσμου πανηγύριζε.[332] Ακολούθησε ραδιοφωνική ομιλία του Μεταξά στην οποία απαντούσε στην δήλωση του Μουσολίνι ότι θα σπάσει τα πλευρά των Ελλήνων.[333] Οι ελληνικές δυνάμεις συνέχισαν να προελαύνουν με επιτυχία στο αλβανικό έδαφος, αλλά τον Δεκέμβριο οι άσχημες καιρικές, η κούραση και ο ανεπαρκής ανεφοδιασμός δυσκόλευαν την προέλαση.[334] Το καιρό αυτό, η πίεση της δουλειάς και το άγχος, επιδείνωσαν την υγεία του Μεταξά που οδήγησε στο θάνατό του ένα μήνα μετά.[335]

Ο Μεταξάς με τον Γεώργιο και τον Παπάγο σε συνάντηση του Αγγλοελληνικού πολεμικού συμβουλίου τον Ιανουάριο του 1941.

Εν όψει γερμανικής εισβολής στα Βαλκάνια, στα μέσα Ιανουαρίου 1941 ο Μεταξάς και η ελληνική ανώτατη στρατιωτική ηγεσία έκαναν μια σειρά ελληνοβρετανικών συνομιλιών για πιθανή βρετανική στρατιωτική υποστήριξη στην Ελλάδα. Οι Βρετανοί, ανατρέποντας τις προηγούμενες αντιρρήσεις τους, δέχτηκαν την αποστολή εκστρατευτικού σώματος, αυτή, όμως, η απόφαση ικανοποιούσε περισσότερο δικές τους πολιτικές σκοπιμότητες και ανάγκες.[336] Οι Έλληνες ζήτησαν οκτώ ή εννέα βρετανικές μεραρχίες με ικανό αριθμό αεροσκαφών, αντιαεροπορικών και αντιαρματικών πυροβόλων για να βοηθήσουν αποτελεσματικά την άμυνα στην Ανατολική Μακεδονία, αλλά ο στρατηγός Archibald Wavell, ανώτατος διοικητής των βρετανικών στρατευμάτων στη Μέση Ανατολή, πρόσφερε μόνο δύο ή τρεις μεραρχίες.[337] Ο Μεταξάς θεώρησε την προσφορά ανεπαρκή για τις ελληνικές ανάγκες, γιατί μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως δικαιολογία για να επιτεθούν ταχύτερα οι Γερμανοί στη χώρα και την απέρριψε.[338] Επισήμανε ότι θα δεχόταν βοήθεια μόνο όταν καθάριζε η κατάσταση στο αλβανικό μέτωπο και θα μπορούσαν να διατεθούν ελληνικά στρατεύματα στα βόρεια σύνορα.[339] Χερσαία στρατεύματα μπορούσαν να έρθουν στην Ελλάδα μόλις οι Γερμανοί περνούσαν τον Δούναβη ή τη διάβαση της Δοβρουτσάς για να εισέλθουν στη Βουλγαρία.[340]

Θάνατος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μεταξάς αρρώστησε από βαριά φλεγμονή του φάρυγγος, η οποία κατέληξε σε παραμυγδαλικό απόστημα με τοξιναιμικά φαινόμενα και επιπλοκές.[340][ι] Πέθανε στις 29 Ιανουαρίου του 1941 στις 6:00 π.μ σε ηλικία εβδομήντα ετών στο σπίτι του στην οδό Δαγκλή της Κηφισιάς.[342] Από τον Απρίλιο του 1940 η υγεία του επιδεινωνόταν και υπέφερε από εντερική ή εσωτερική αιμορραγία, πιθανόν από αρτηριοσκλήρωση.[341] Στις τελευταίες του στιγμές ήταν δίπλα του οι κόρες του και η γυναίκα του.[341] Μετά τον θάνατό του παρουσιάστηκαν διάφορες θεωρίες σχετικά με τις συνθήκες θανάτου του, οι οποίες, όμως, ελλείψει αποδείξεων δεν έχουν επιβεβαιωθεί.[343]

Παρότι είχε συνειδητοποιήσει ότι το τέλος του ήταν κοντά και είχε προετοιμάσει την χώρα πολιτικά και στρατιωτικά για να αντιμετωπίσει την Ιταλία, ο Μεταξάς δεν φρόντισε, όχι μόνο να αντικαταστήσει τους ανεπαρκείς και μερικούς με φασιστική προδιάθεση υπουργούς του, αλλά να ετοιμάσει την διαδοχή του[344] και με την έλλειψη ικανού αντικαταστάτη άρχισε μία ραγδαία αποσύνθεση που μετά την γερμανική εισβολή έγινε ακόμα μεγαλύτερη.[345] Ο διορισμός του Αλέξανδρου Κορυζή στην θέση του πρωθυπουργού έδωσε την ευκαιρία στους Βρετανούς να στείλουν στην Ελλάδα την στρατιωτική βοήθεια που είχε αρνηθεί ο Μεταξάς, θεωρώντας την ελάχιστη για να απομακρύνει τη γερμανική απειλή.[344] 

Το αρχείο του Μεταξά που αποτελείται από 130 φακέλους και ντοσιέ φυλάσσεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους.[346] Το δώρισε η γυναίκα και η κόρη του Λουκία και χρονικά καλύπτει την περίοδο 1834-1977.[347] Το μεγαλύτερο όμως μέρος του αφορά την περίοδο 1893-1941. Το αρχείο είναι ιδιωτικό και αποτελείται κυρίως από αλληλογραφία με φίλους, ιδεολογικούς συνοδοιπόρους και μέλη της οικογενείας του.[347] Το ημερολόγιο που κρατούσε βρίσκεται στα ΓΑΚ και εκδόθηκε για πρώτη φορά σε τέσσερις τόμους. Αφορά όλο τον βίο του αλλά υπάρχουν κενά για τις περιόδους 1903-1910 και 1913-1917.[348] Πιθανόν το κατέστρεψε την περίοδο της εξορίας του, το 1917, διότι φοβόταν ότι η ανακάλυψη και δημοσίευσή του μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον του.[349] Επίσης, στα 1923,1933 και 1940 διέγραψε και κατέστρεψε μέρος από το ημερολόγιο και το αρχείο του.[349] Τα 2.500 βιβλία που αποτελούσαν την προσωπική βιβλιοθήκη του, βρίσκονται στην Βιβλιοθήκη της Βουλής.[347]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Το μεσαίο όνομα Μιχαήλ δεν το χρησιμοποιούσε, ενώ στα νεανικά του χρόνια έβαζε το Π, από το Παναγής. Η οικογένειά του και οι καλοί φίλοι του, όπως η Βασίλισσα Σοφία της Ελλάδας, τον αποκαλούσαν χαϊδευτικά Γιαννάκη.[1]
  2. Κατα την διάρκεια της εκστρατείας στην Καλλίπολη, ο Μεταξάς ενημέρωσε τον στρατιωτικό ακόλουθο της γερμανικής πρεσβείας με σημαντικές πληροφορίες για τις συμμαχικές κινήσεις στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, όπως και για τις επιχειρησιακές υποδομές και δυνατότητες των νησιών του Αιγαίου.[90]
  3. Για τα γεγονότα του Εθνικού Διχασμού ο Μεταξάς έγραψε στο ημερολόγιο του, στις 5 Ιανουαρίου 1941, λίγες μέρες πριν τον θάνατό του : Θα μας συγχωρήση ο Θεός το [δύο λέξεις σβησμένες] 1915; Φταίμε όλοι! Και ο Βενιζέλος ακόμα! Τώρα αισθάνομαι πόσο έφταιξα![110]
  4. Το 1917 έγινε μέλος της Στοάς της Αθήνας «Ησίοδος».[136] Την περίοδο εκείνη είχε φτάσει στον τριακοστό βαθμό της μασονίας.[133].΄Εφτασε έως τον βαθμό του Σεβάσμιου.[136]
  5. Τον Μάιο του 1939 ο Ιταλός υπουργός Εξωτερικών Γκαλεάτσο Τσιάνο σημείωσε στο ημερολόγιο του ότι τα έργα οδοποιίας στην Αλβανία είχαν σχεδιαστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να οδηγούν προς στα ελληνικά σύνορα.[264] Την διαταγή γι αυτά τα έργα είχε δώσει ο Μουσολίνι, ο οποίος έψαχνε την κατάλληλη ευκαιρία να επιτεθεί στην Ελλάδα.[264] Τον Αύγουστο του 1939 ο Αναπληρωτής Αρχηγός του ιταλικού Γενικού Επιτελείου, στρατηγός Αλφρέντο Γκουτσόνι, ετοίμασε ένα σχέδιο εισβολής, που είχε ως στόχο την Θεσσαλονίκη και την Αθήνα. Το ίδιο καιρό, τα ιταλικά αεροσκάφη παραβίαζαν καθημερινά τον ελληνικό εναέριο χώρο.[265]
  6. Σύμφωνα με τον Κολιόπουλο υπάρχουν ορισμένες ενδείξεις ότι η ελληνική κυβέρνηση θεωρούσε τον βουλγαρικό κίνδυνο μεγαλύτερο από τον ιταλικό, ακόμη και μετά τον Απρίλιο του 1939.[273]
  7. Την διετία 1936-1937 υπήρξε συντονισμός και συνεργασία των δύο καθεστώτων σε θέματα αντικομμουνιστικής πρακτικής. Ο Μεταξάς είχε ταυτόσημες απόψεις με το Γ΄ Ράιχ στο θέμα αυτό, αν και δίσταζε να εντάξει το καθεστώς του σε ένα διεθνές αντικομμουνιστικό μέτωπο, λόγω της ασταθής θέσης του στην εξουσία και της ανεπαρκής επιβολής του στην αστυνομία.[277]
  8. Σύμφωνα με τον Παπαναστασίου, η δήλωση αυτή του Μεταξά μπορεί να θεωρηθεί μια εκ των υστέρων δικαιολογία.[331]
  9. Το επίσημο ιατρικό ανακοινωθέν ανέφερε ο Πρόεδρος της Ελληνικής Κυβερνήσεως, ενεφάνησε προ δέκα μερών φλεγμονήν του φάρυγγος ήτις κατέληξεν εις απόστημα παραμυγδαλικόν. Παρά την έγκαιρον διάνοιξίν του ως και την μετεγχειρητικήν κατάλληλον θεραπείαν, παρουσίασεν εν συνεχεία τοξιναιμικά φαινόμενα και επιπλοκάς, ως γαστρορραγίαν και ουρίαν, και απέθανεν σήμερον, 6 π.μ.[341]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Ιωακείμ (2005), σελ. 13 σημ. 1.
  2. Βατικιώτης (2005), σελ. 50.
  3. Ιωακείμ (2005), σελ. 13.
  4. Πετράκη (2014), σελ. 31.
  5. Ιωακείμ (2005), σελ. 14.
  6. Βατικιώτης (2005), σελ. 51.
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 7,4 Ιωακείμ (2005), σελ. 15.
  8. 8,0 8,1 8,2 Βατικιώτης (2005), σελ. 52.
  9. Βατικιώτης (2005), σελ. 54.
  10. Πετράκη (2014), σελ. 32.
  11. Ιωακείμ (2005), σελ. 16.
  12. Ιωακείμ (2005), σελ. 18.
  13. Βατικιώτης (2005), σελ. 54-55.
  14. Πικρός, σελ. 96.
  15. 15,0 15,1 Ιωακείμ (2005), σελ. 25.
  16. 16,0 16,1 Πετράκη (2014), σελ. 33.
  17. Βατικιώτης (2005), σελ. 62-63.
  18. Βατικιώτης (2005), σελ. 62.
  19. Βατικιώτης (2005), σελ. 70.
  20. Ιωακείμ (2005), σελ. 34.
  21. Βατικιώτης (2005), σελ. 63.
  22. Βατικιώτης (2005), σελ. 71.
  23. Ιωακείμ (2005), σελ. 32.
  24. 24,0 24,1 Ιωακείμ (2005), σελ. 33.
  25. Βατικιώτης (2005), σελ. 79.
  26. Πετράκη (2014), σελ. 34.
  27. Βατικιώτης (2005), σελ. 87.
  28. 28,0 28,1 28,2 Ιωακείμ (2005), σελ. 37.
  29. 29,0 29,1 29,2 Πετράκη (2014), σελ. 35.
  30. Βατικιώτης (2005), σελ. 91.
  31. Πετράκη (2014), σελ. 35-36.
  32. Πετράκη (2014), σελ. 36-37.
  33. 33,0 33,1 Πετράκη (2014), σελ. 37.
  34. 34,0 34,1 Ιωακείμ (2005), σελ. 53.
  35. 35,0 35,1 Ιωακείμ (2005), σελ. 54.
  36. Πετράκη (2014), σελ. 37-38.
  37. Ιωακείμ (2005), σελ. 58.
  38. Ιωακείμ (2005), σελ. 57.
  39. 39,0 39,1 Ιωακείμ (2005), σελ. 64.
  40. Ιωακείμ (2005), σελ. 65.
  41. Βατικιώτης (2005), σελ. 110.
  42. Ιωακείμ (2005), σελίδες 82-83.
  43. Βατικιώτης (2005), σελ. 99-100.
  44. Βατικιώτης (2005), σελ. 126.
  45. Ιωακείμ (2005), σελ. 117.
  46. Ιωακείμ (2005), σελ. 119.
  47. 47,0 47,1 Ιωακείμ (2005), σελ. 123.
  48. 48,0 48,1 48,2 Πετράκη (2014), σελ. 42.
  49. 49,0 49,1 Βατικιώτης (2005), σελ. 128.
  50. Οικονόμου (1977), σελ. 298.
  51. Οικονόμου (1977), σελ. 296-297.
  52. 52,0 52,1 Πετράκη (2014), σελ. 43.
  53. Ιωακείμ (2005), σελ. 156.
  54. Ιωακείμ (2005), σελ. 162.
  55. Ιωακείμ (2005), σελ. 164-165.
  56. 56,0 56,1 Ιωακείμ (2005), σελ. 167.
  57. Βατικιώτης (2005), σελ. 131-132.
  58. Ιωακείμ (2005), σελ. 189.
  59. 59,0 59,1 Πετράκη (2014), σελ. 46.
  60. 60,0 60,1 Ιωακείμ (2005), σελ. 209.
  61. Ιωακείμ (2005), σελ. 208-209.
  62. Λεονταρίτης (1978), σελ. 12.
  63. Μαλακάσης (1987), σελ. 227.
  64. 64,0 64,1 64,2 Βατικιώτης (2005), σελ. 134.
  65. Μαλακάσης (1987), σελ. 227-228.
  66. Βατικιώτης (2005), σελ. 147.
  67. Μαλακάσης (1987), σελ. 232.
  68. Βατικιώτης (2005), σελ. 148-149.
  69. 69,0 69,1 69,2 Βατικιώτης (2005), σελ. 137.
  70. Λεονταρίτης (1978), σελ. 14.
  71. Ιωακείμ (2005), σελ. 216-217.
  72. Ιωακείμ (2005), σελ. 217.
  73. Λεονταρίτης (1978), σελ. 14-15.
  74. Πετράκη (2014), σελ. 49.
  75. Ιωακείμ (2005), σελ. 234.
  76. Ιωακείμ (2005), σελ. 233-234.
  77. Ιωακείμ (2005), σελ. 224.
  78. 78,0 78,1 Ιωακείμ (2005), σελ. 225.
  79. 79,0 79,1 79,2 79,3 Ιωακείμ (2005), σελ. 226.
  80. 80,0 80,1 80,2 Λούλος (2010), σελ. 174.
  81. Μαυρογορδάτος (2015), σελ. 36.
  82. 82,0 82,1 Λεονταρίτης (1978), σελ. 16.
  83. Μαυρογορδάτος (2015), σελ. 36-37.
  84. Βατικιώτης (2005), σελ. 161.
  85. 85,0 85,1 Πετράκη (2014), σελ. 51.
  86. Βατικιώτης (2005), σελ. 156.
  87. Πετσάλης-Διομήδης (2021), σελ. 120.
  88. Ιωακείμ (2005), σελ. 257.
  89. 89,0 89,1 Μαυρογορδάτος (2015), σελ. 44.
  90. Δορδανάς (2021), σελ. 196.
  91. 91,0 91,1 Ιωακείμ (2005), σελ. 262.
  92. Ιωακείμ (2005), σελ. 263.
  93. Μαυρογορδάτος (2015), σελ. 48.
  94. Μαυρογορδάτος (2015), σελ. 49-50.
  95. Λεονταρίτης (1978), σελ. 26.
  96. Μαυρογορδάτος (2015), σελ. 38.
  97. Λούλος (2010), σελ. 172-174.
  98. Μαυρογορδάτος (2015), σελ. 38-39.
  99. Πετσάλης-Διομήδης (2021), σελ. 192.
  100. Δορδανάς (2021), σελ. 162-163.
  101. Πετσάλης-Διομήδης (2021), σελ. 194.
  102. Λεονταρίτης (1978), σελ. 28.
  103. Μαυρογορδάτος (2015), σελ. 62.
  104. Μαυρογορδάτος (2015), σελ. 64.
  105. Μαυρογορδάτος (2015), σελ. 63.
  106. Πετράκη (2014), σελ. 56.
  107. 107,0 107,1 107,2 107,3 Λεονταρίτης (1978), σελ. 35.
  108. Μαυρογορδάτος (2015), σελ. 205.
  109. 109,0 109,1 Πετσάλης-Διομήδης (2021), σελ. 251.
  110. Μαυρογορδάτος (2017), σελ. 94.
  111. Μαυρογορδάτος (2015), σελ. 80.
  112. 112,0 112,1 Ιωακείμ (2005), σελ. 310.
  113. Ιωακείμ (2005), σελ. 311.
  114. 114,0 114,1 114,2 Λεονταρίτης (1978), σελ. 36.
  115. Λεονταρίτης (1978), σελ. 37.
  116. Μαυρογορδάτος (2015), σελ. 90.
  117. Μαυρογορδάτος (2015), σελ. 85-86.
  118. Πετράκη (2014), σελ. 62.
  119. Πετράκη (2014), σελ. 63.
  120. Μαυρογορδάτος (2015), σελ. 104-105.
  121. Μαυρογορδάτος (2015), σελ. 103.
  122. Μαυρογορδάτος (2015), σελ. 111.
  123. Ιωακείμ (2005), σελ. 349.
  124. Λεονταρίτης (1978), σελ. 46.
  125. Ιωακείμ (2005), σελ. 354.
  126. Ιωακείμ (2005), σελ. 357.
  127. Βατικιώτης (2005), σελ. 194.
  128. Ιωακείμ (2005), σελ. 371.
  129. Ιωακείμ (2005), σελ. 373.
  130. Ιωακείμ (2005), σελ. 384.
  131. Ιωακείμ (2005), σελίδες 384-385.
  132. Βατικιώτης (2005), σελ. 195.
  133. 133,0 133,1 Πετράκη (2014), σελ. 65.
  134. Ιωακείμ (2005), σελ. 387-388.
  135. Ιωακείμ (2005), σελ. 388-389.
  136. 136,0 136,1 Βατικιώτης (2005), σελ. 198 σημ. 1.
  137. Βατικιώτης (2005), σελ. 199.
  138. Ιωακείμ (2005), σελ. 396.
  139. Ιωακείμ (2005), σελ. 404.
  140. Ιωακείμ (2005), σελ. 411-412.
  141. Πετράκη (2014), σελ. 67.
  142. Ιωακείμ (2005), σελ. 428.
  143. Βατικιώτης (2005), σελ. 200.
  144. Πετράκη (2014), σελ. 69.
  145. Ιωακείμ (2005), σελ. 434.
  146. Ιωακείμ (2005), σελ. 439.
  147. 147,0 147,1 147,2 Ιωακείμ (2005), σελ. 441.
  148. 148,0 148,1 148,2 148,3 Γιαννουλόπουλος (1978), σελ. 167.
  149. Δορδανάς (2021), σελ. 286.
  150. Ιωακείμ (2005), σελ. 444-445.
  151. Ιωακείμ (2005), σελ. 445.
  152. Μαυρογορδάτος (2015), σελ. 148.
  153. 153,0 153,1 Ιωακείμ (2005), σελ. 453.
  154. Μαυρογορδάτος (2015), σελ. 184, σημ 66.
  155. Ιωακείμ (2005), σελ. 454.
  156. Πετράκη (2014), σελ. 74.
  157. Βερέμης (1978), σελ. 272.
  158. Μαυρογορδάτος (2017), σελ. 33.
  159. Μαυρογορδάτος (2017), σελ. 33-34.
  160. Βατικιώτης (2005), σελ. 234.
  161. 161,0 161,1 Πετράκη (2014), σελ. 77.
  162. Μαυρογορδάτος (2017), σελ. 34.
  163. Βερέμης (1978), σελ. 273-274.
  164. Βερέμης (1978), σελ. 274.
  165. Βατικιώτης (2005), σελ. 241.
  166. Πετράκη (2014), σελ. 80.
  167. 167,0 167,1 Μαυρογορδάτος (2017), σελ. 50.
  168. Οικονόμου (2003), σελ. 36.
  169. 169,0 169,1 169,2 Πετράκη (2014), σελ. 81.
  170. Χατζηιωσήφ (1993), σελ. 241.
  171. Χατζηιωσήφ (1993), σελ. 241-242, 247 σημ 14.
  172. 172,0 172,1 172,2 Οικονόμου (1978), σελ. 310.
  173. Οικονόμου (1978), σελ. 313.
  174. Οικονόμου (1978), σελ. 315.
  175. 175,0 175,1 175,2 Πετράκη (2014), σελ. 83.
  176. Βατικιώτης (2004), σελ. 257-258.
  177. Οικονόμου (1978), σελ. 319.
  178. Οικονόμου (1978), σελ. 320.
  179. Οικονόμου (1978), σελ. 322.
  180. Οικονόμου (1978), σελ. 323.
  181. Μαυρογορδάτος (2017), σελ. 69.
  182. 182,0 182,1 182,2 Πετράκη (2014), σελ. 86.
  183. Πετράκη (2014), σελ. 87.
  184. Μαυρογορδάτος (2017), σελ. 74.
  185. 185,0 185,1 Κολιόπουλος (2009), σελ. 31.
  186. Πετράκη (2014), σελ. 88.
  187. Πετράκη (2014), σελ. 89.
  188. Κούμας (2022), σελ. 120.
  189. Πετράκη (2014), σελ. 90.
  190. Μαυρογορδάτος (2017), σελ. 80.
  191. 191,0 191,1 191,2 Μαυρογορδάτος (2017), σελ. 81.
  192. 192,0 192,1 Κολιόπουλος 1996, σελ. 66-67.
  193. Αλιβιζάτος (1995), σελ. 102.
  194. Κολιόπουλος (2009), σελ. 61.
  195. 195,0 195,1 Αλιβιζάτος (1995), σελ. 101.
  196. 196,0 196,1 Μαυρογορδάτος (2017), σελ. 82.
  197. Αλιβιζάτος (1995), σελ. 73-74.
  198. Αλιβιζάτος (1995), σελ. 102-103.
  199. 199,0 199,1 Κολιόπουλος (1978), σελ. 379.
  200. 200,0 200,1 Μαυρογορδάτος (2017), σελ. 83.
  201. Πετράκη (2014), σελ. 98.
  202. Αλιβιζάτος (1995), σελ. 104-105.
  203. Κολιόπουλος (1978), σελ. 379-380.
  204. Χατζηιωσήφ (2003), σελ. 121-122.
  205. 205,0 205,1 Μαυρογορδάτος (2017), σελ. 84.
  206. 206,0 206,1 Πλουμίδης (2012)α, σελ. 65.
  207. Χατζηιωσήφ (2003), σελ. 119.
  208. Πλουμίδης (2012)α, σελ. 64.
  209. Πλουμίδης (2012)α, σελ. 50.
  210. 210,0 210,1 Πλουμίδης (2012)α, σελ. 52.
  211. Πλουμίδης (2012)α, σελ. 53.
  212. Πλουμίδης (2012)α, σελ. 54-55.
  213. Πλουμίδης (2012)α, σελ. 56.
  214. Πλουμίδης (2012)α, σελ. 56-57.
  215. Πετράκη (2014), σελ. 100.
  216. Πετράκη (2014), σελ. 107.
  217. Μαυρογορδάτος (2017), σελ. 89.
  218. Πετράκη (2014), σελ. 105.
  219. Πλουμίδης (2012)α, σελ. 68.
  220. Πετράκη (2014), σελ. 108-109.
  221. Πετράκη (2014), σελ. 109-110.
  222. Πετράκη (2014), σελ. 110.
  223. Πετράκη (2014), σελ. 124.
  224. Πετράκη (2014), σελ. 112.
  225. 225,0 225,1 Πλουμίδης (2012)α, σελ. 76.
  226. Πετράκη (2014), σελ. 113.
  227. Πετράκη (2014), σελ. 115.
  228. Μαυρογορδάτος (2017), σελ. 317.
  229. Μαυρογορδάτος (2017), σελ. 319.
  230. Πετράκη (2014), σελ. 121.
  231. Πετράκη (2014), σελ. 122.
  232. Πετράκη (2014), σελ. 123-124.
  233. Πετράκη (2014), σελ. 125-126.
  234. Πετράκη (2014), σελ. 129.
  235. Πετράκη (2014), σελ. 130.
  236. Πλουμίδης (2016), σελ. 123-124.
  237. Πλουμίδης (2016), σελ. 124.
  238. 238,0 238,1 238,2 Πλουμίδης (2016), σελ. 125.
  239. Βερέμης-Mazower (2009), σελ. 87-88.
  240. Βατικιώτης (2005), σελ. 309.
  241. Πλουμίδης (2016), σελ. 127.
  242. 242,0 242,1 Παπαστράτης (2003), σελ. 290.
  243. Πλουμίδης (2016), σελ. 147.
  244. Χατζηιωσήφ (1993), σελ. 235.
  245. Πλουμίδης (2016), σελ. 147-148.
  246. Πλουμίδης (2016), σελ. 149-150.
  247. Ηλιόπουλος (2009), σελ. 144-145.
  248. Ηλιόπουλος (2009), σελ. 145.
  249. Κολιόπουλος (1978), σελ. 397.
  250. Βερέμης-Mazower (2009), σελ. 89.
  251. Κολιόπουλος (2009), σελ. 89.
  252. Πλουμίδης (2016), σελ. 163.
  253. 253,0 253,1 253,2 Κολιόπουλος (2009), σελ. 106.
  254. 254,0 254,1 Κολιόπουλος (1978), σελ. 401.
  255. Κολιόπουλος (2009), σελ. 112.
  256. Κολιόπουλος (2009), σελ. 115.
  257. Βατικιώτης (2005), σελ. 320.
  258. 258,0 258,1 Κολιόπουλος (2009), σελ. 119.
  259. Πλουμίδης (2016), σελίδες 165-166.
  260. Κολιόπουλος (2009), σελ. 142.
  261. 261,0 261,1 Κολιόπουλος (2009), σελ. 145.
  262. 262,0 262,1 Πλουμίδης (2016), σελ. 166.
  263. Κολιόπουλος (2009), σελ. 146.
  264. 264,0 264,1 Ρίχτερ (1998), σελ. 19.
  265. Ρίχτερ (1998), σελ. 22.
  266. Κολιόπουλος (2009), σελ. 150-151.
  267. Πλουμίδης (2016), σελ. 151.
  268. Σακελλαρόπουλος (2020), σελ. 52.
  269. 269,0 269,1 269,2 Πετράκη (2014), σελ. 147.
  270. Πλουμίδης (2016), σελ. 155.
  271. 271,0 271,1 Πετράκη (2014), σελ. 148.
  272. 272,0 272,1 Σακελλαρόπουλος (2020), σελ. 66.
  273. 273,0 273,1 273,2 Κολιόπουλος (2009), σελ. 153.
  274. Πλουμίδης (2016), σελ. 156.
  275. Πλουμίδης (2016), σελ. 157.
  276. Πλουμίδης (2016), σελίδες 158-159.
  277. Παπαναστασίου (2009), σελ. 234.
  278. Πλουμίδης (2016), σελ. 159.
  279. Ηλιόπουλος (2009), σελ. 167.
  280. Κολιόπουλος (2009), σελ. 156-158.
  281. 281,0 281,1 Κολιόπουλος (2009), σελ. 159.
  282. Κολιόπουλος (2009), σελ. 161.
  283. Ρίχτερ (1998), σελ. 54.
  284. Ρίχτερ (1998), σελ. 53-54.
  285. 285,0 285,1 Ρίχτερ (1998), σελ. 55.
  286. Πετράκη (2014), σελ. 165.
  287. Ρίχτερ (1998), σελ. 58.
  288. Κολιόπουλος (2009), σελ. 169.
  289. Κολιόπουλος (2009), σελ. 169-170.
  290. Κολιόπουλος (2009), σελ. 170.
  291. Ρίχτερ (1998), σελ. 59.
  292. Πετράκη (2014), σελ. 166.
  293. Πετράκη (2014), σελ. 167.
  294. Ρίχτερ (1998), σελ. 60.
  295. 295,0 295,1 Ρίχτερ (1998), σελ. 69.
  296. Κέρσοου (2008), σελ. 241.
  297. Ρίχτερ (1998), σελ. 72.
  298. Κέρσοου (2008), σελ. 246.
  299. Κέρσοου (2008), σελ. 248-251.
  300. 300,0 300,1 Ρίχτερ (1998), σελ. 116.
  301. Ρίχτερ (1998), σελ. 121.
  302. Σβολόπουλος (2016), σελ. 21-22.
  303. Σβολόπουλος (2016), σελ. 35-36.
  304. 304,0 304,1 304,2 Πετράκη (2014), σελ. 176.
  305. Ρίχτερ (1998), σελ. 120.
  306. 306,0 306,1 Κολιόπουλος (1978), σελ. 414.
  307. 307,0 307,1 Σβολόπουλος (2016), σελ. 37.
  308. Ρίχτερ (1998), σελ. 123.
  309. Μαργαρίτης (2009), σελ. 32.
  310. 310,0 310,1 Πετράκη (2014), σελ. 177.
  311. Μαυρογορδάτος (2017), σελ. 93.
  312. Μαργαρίτης (2009), σελ. 54.
  313. Σβολόπουλος (2016), σελ. 38.
  314. Σβολόπουλος (2016), σελ. 40.
  315. 315,0 315,1 315,2 Σβολόπουλος (2016), σελ. 41.
  316. Πετράκη (2014), σελ. 178.
  317. Πετράκη (2014), σελ. 179.
  318. Πετράκη (2014), σελ. 180-185.
  319. Σβολόπουλος (2016), σελ. 55.
  320. Μαυρογορδάτος (2017), σελ. 95-96.
  321. Μαυρογορδάτος (2017), σελ. 95.
  322. Σβολόπουλος (2016), σελ. 85.
  323. Πετράκη (2014), σελ. 187.
  324. Σβολόπουλος (2016), σελ. 85-86.
  325. Μαυρογορδάτος (2017), σελ. 93-94.
  326. Κολιόπουλος (2009), σελ. 181.
  327. Κολιόπουλος (2009), σελ. 183.
  328. Κολιόπουλος (2009), σελ. 183-184.
  329. Κολιόπουλος (2009), σελ. 184-185.
  330. Παπαναστασίου (2009), σελ. 254.
  331. Παπαναστασίου (2009), σελ. 254, σημ. 89.
  332. 332,0 332,1 Πετράκη (2014), σελ. 190.
  333. Πετράκη (2014), σελ. 190-191.
  334. Μαργαρίτης (2009), σελ. 70.
  335. Βατικιώτης (2005), σελ. 334-335.
  336. Κολιόπουλος (2009), σελ. 201.
  337. Κολιόπουλος (2009), σελ. 204, 206-207.
  338. Ρίχτερ (1998), σελ. 241.
  339. Ρίχτερ (1998), σελ. 242.
  340. 340,0 340,1 Ρίχτερ (1998), σελ. 246.
  341. 341,0 341,1 341,2 Πετράκη (2014), σελ. 193.
  342. Βατικιώτης (2005), σελ. 393.
  343. Βατικιώτης (2005), σελ. 394.
  344. 344,0 344,1 Πετράκη (2014), σελ. 201.
  345. Μαυρογορδάτος (2017), σελ. 90.
  346. Ιωακείμ (2005), σελ. 457.
  347. 347,0 347,1 347,2 Γκλαβίνας, Θεοδωροπούλου.
  348. Ιωακείμ (2005), σελ. 459.
  349. 349,0 349,1 Ιωακείμ (2005), σελ. 458.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ιστορικές Μελέτες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Αλιβιζάτος, Νίκος (1995). Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση 1922-1974: Όψεις της ελληνικής εμπειρίας. Αθήνα: Θεμέλιο. ISBN 9789603100430. 
  • Βατικιώτης, Παναγιώτης (2005). Μια πολιτική βιογραφία του στρατηγού Ιωάννη Μεταξά Φιλολαϊκή απολυταρχία στην Ελλάδα 1936-1941. Αθήνα: Ευρασία. ISBN 9789608187108. 
  • Βερέμης, Αθανάσιος (1978). Οι εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις και οι διεθνείς σχέσεις της Ελλάδος από την Αντεπανάσταση του 1923 έως την ανατροπή του Πάγκαλου. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. ΙΕ, σσ. 271-303. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών. ISBN 978-960-213-111-4. 
  • Θάνος Βερέμης- Mark Mazower (2009). Η Ελληνική Οικονομία (1922-1941). Ο Μεταξάς και η Εποχή του, σσ. 73-90. Αθήνα: Ευρασία. ISBN 9789608187344. 
  • Γιαννουλόπουλος, Ιωάννης (1978). Κυβέρνηση Δημητρίου Γούναρη. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. ΙΕ, σσ. 166-168. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών. ISBN 978-960-213-111-4. 
  • Γιάννης Γκλαβίνας – Ελένη Θεοδωροπούλου. Το προσωπικό αρχείο του Ιωάννη Μεταξά στην Κεντρική Υπηρεσία των Γενικών Αρχείων του Κράτους. 27/10/2019. Ανακτήθηκε 17/03/2024. 
  • Δορδανάς, Στράτος Ν. (2021). Οι Αργυρώνητοι Η γερμανική προπαγάνδα στην Ελλάδα κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Αθήνα: εκδ. Αλεξάνδρεια. ISBN 978-960-221-893-8. 
  • Ηλιόπουλος, Ηλίας (2009). Η Ελληνική Στρατηγική Ανάσχεσης έναντι της αναθεωρητικής απειλής -και τα όριά της. Ο Μεταξάς και η Εποχή του, σσ. 141-180. Αθήνα: Ευρασία. ISBN 9789608187344. 
  • Ιωακείμ Γ., Ιωακείμ (2005). Ιωάννης Μεταξάς: Η ανοδική πορεία του από τη στρατιωτική στην πολιτική δράση (1871-1922). Αθήνα: εκδ. Παπαδήμα. ISBN 960-206-501-X. 
  • Κέρσοου, Ίαν (2008). Μοιραίες επιλογές – Δέκα αποφάσεις που άλλαξαν τον κόσμο, 1940 – 1941. Αθήνα: Πατάκη. ISBN 9789601629841. 
  • Κολιόπουλος, Ιωάννης Σ. (1996). Η δικτατορία του Μεταξά και ο πόλεμος του '40. Οι σχέσεις της Ελλάδος με τη Βρετανία (1935-1941). Θεσσαλονίκη: παρατηρητής. 
    • Κολιόπουλος, Ιωάννης Σ. (2009). Η δικτατορία του Μεταξά και ο πόλεμος του '40: οι σχέσεις της Ελλάδος με τη Βρετανία (1935-1941). Ο Ελληνικός Εικοστός Αιώνας Βήμα προς Βήμα. Αθήνα: εκδ. Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη Α.Ε. ISBN 978-960-469-676-5. 
  • Κολιόπουλος, Ιωάννης Σ. (1978). Εσωτερικές και εξωτερικές εξελίξεις από την 1η Μαρτίου 1935 ως την 28η Ωκτωβρίου 1940. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. ΙΕ, σσ. 358-453. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών. ISBN 978-960-213-111-4. 
  • Κούμας, Μανόλης (2022). 1936 Η επιβολή της δικτατορίας Μεταξά. Χρονιές που Σημάδεψαν τη Νεοελληνική Ιστορία 4. Αθήνα: Μεταίχμιο. ISBN 978-618-03-2985-8. 
  • Λεονταρίτης, Γεώργιος Β. (1978). Η Διεθνής θέση της Ελλάδος στις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, Η Ελλάς και ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. ΙΕ, σσ. 8-46. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών. ISBN 978-960-213-111-4. 
  • Λούλος, Κώστας (2010). Οι ελληνο-γερμανικές σχέσεις στη σκιά του Α´ Παγκοσμίου Πολέμου. Ορόσημα ελληνο-γερμανικών σχέσεων, σσ. 141-184. Αθήνα: Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων. ISBN 978-960-6757-28-0. 
  • Μαλακάσης, Γιάννης Θ. (1987). Ο ελληνοτουρκικός ναυτικός ανταγωνισμός στο Αιγαίο το 1914 και οι ΗΠΑ. Περιοδ. Δωδώνη τομ. 16, σσ 225-241. Αθήνα: Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. 
  • Μαργαρίτης, Γεώργιος (2009). Προαγγελία Θυελλωδών Ανέμων...Ο πόλεμος της Αλβανίας και η πρώτη περίοδος της Κατοχής. Αθήνα: Βιβλιόραμμα. ISBN 9789608087903. 
  • Μαυρογορδάτος, Γιώργος (2003). Μεταξύ δύο πολέμων: Πολιτική Ιστορία 1922-1940. Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770-2000, Τόμος 7ος, Ο Μεσοπόλεμος, 1922-1940: Από την Αβασίλευτη Δημοκρατία στη Δικτατορία της 4ης Αυγούστου, σσ. 9-32. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. ISBN 9604065408. 
  • Μαυρογορδάτος, Γιώργος (2015). 1915: Ο Εθνικός Διχασμός. Αθήνα: Πατάκης. ISBN 9789601664989. 
  • Μαυρογορδάτος, Γιώργος (2017). Μετά το 1922: η παράταση του διχασμού. Αθήνα: Πατάκης. ISBN 9789601676227. 
  • Οικονόμου, Νικόλαος (1977). O A' Bαλκανικός πόλεμος. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. ΙΔ, σσ. 289-326. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών. ISBN 978-960-213-110-7. 
  • Οικονόμου, Νικόλαος (2003). Εκλογές-Δημοψηφίσματα, Α. Πολιτικές συμπεριφορές στην περίοδο 1923-1936. Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000,τομ 7, σσ. 33-40. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. ISBN 9789604065462. 
  • Οικονόμου, Νικόλαος (1978). Η περίοδος από τον Σεπτέμβριο του 1926 έως τον Φεβρουάριο του 1935. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. ΙΕ, σσ. 304-326. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών. ISBN 978-960-213-111-4. 
  • Παπαναστασίου, Νίκος (2009). Η Στρατηγική «Συνεργασία» Ελλάδας-Γερμανίας (1936-1941). Ο Μεταξάς και η Εποχή του, σσ. 215-258. Αθήνα: Ευρασία. ISBN 9789608187344. 
  • Παπαστράτης, Προκόπης (2003). Εξωτερική Πολιτική. Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα: Ο Μεσοπόλεμος 1922-1940, Μέρος 2ο, σσ. 259-293. Αθήνα: Βιβλιόραμα. ISBN 9789608087040. 
  • Πετράκη, Μαρίνα (2014). Ο Ιωάννης πίσω από τον Μεταξά. Ηγέτες. Αθήνα: Καθημερινή. ISBN 978-960-585-010-4. 
  • Πετσάλης-Διομήδης, Νίκος (2021). Ο Βενιζέλος και η πρόκληση της μεγάλης Ελλάδας (τόμος Α΄) Γεγονότα και επανεκτιμήσεις. Αθήνα: ΜΙΕΤ. ISBN 9789602507841. 
  • Πικρός, Ιωάννης (1977). Προς τον πόλεμο του 1897 - Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. ΙΔ, σσ. 88-160. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών. ISBN 978-960-213-110-7. 
  • Πλουμίδης, Σπυρίδων (2012). Το καθεστώς Μεταξά, 1936-1940. Έξι Στιγμές του Εικοστού Αιώνα. Η δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά, 1936-1941. σσ. 49-82. Αθήνα: Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη Α.Ε. ISBN 978-960-503-232-6. 
  • Πλουμίδης, Σπυρίδων (2016). Το καθεστώς Ιωάννη Μεταξά (1936-1941). Βασική Ιστορική Βιβλιοθήκη 1. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας. ISBN 9789600516623. 
  • Πλουμίδης, Σπυρίδων (2012). Εξωτερική και αμυντική πολιτική, 1936-1940. Έξι Στιγμές του Εικοστού Αιώνα. Η δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά, 1936-1941. σσ. 147-159. Αθήνα: Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη Α.Ε. ISBN 978-960-503-232-6. 
  • Ρίχτερ, Χάιντς (1998). Η Ιταλο-Γερμανική επίθεση εναντίον της Ελλάδος. Αθήνα: εκδ. Γκοβόστη, μτφρ. Κώστας Σαρρόπουλος. ISBN 9789602707890. 
  • Σακελλαρόπουλος, Αναστάσιος (2020). Ελληνικός Στρατός, 1935-1945: η μετάβαση από τον αλυτρωτισμό στην αυτόνομη παρεμβατικότητα. Ρέθυμνο, Πανεπιστήμιο Κρήτης: Διδακτορική Διατριβή. 
  • Σβολόπουλος, Κωνσταντίνος (2016). 1940 Οι τελευταίες μέρες του Οκτωβρίου. Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία-14. Αθήνα: Πατάκη. ISBN 9789601668741. 
  • Χατζηιωσήφ, Χρήστος (1993). Το «όχι» του Μεταξά: βραχυπρόθεσμοι και μακροπρόθεσμοι παράγοντες μιας απόφασης. Η Ελλάδα του '40, σσ. 233-248. Αθήνα: Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας. ISBN 9789602590829. 
  • Χατζηιωσήφ, Χρήστος (2003). Κοινοβούλιο και Δικτατορία. Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα: Ο Μεσοπόλεμος 1922-1940, Μέρος 2ο σσ. 37-123. Αθήνα: Βιβλιόραμα. ISBN 9789608087040. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]