Μοριάς

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Χάρτης της μεσαιωνικής Πελοποννήσου με τις κύριες τοποθεσίες της.

Ο Μωρέας ή Μοριάς ήταν το όνομα της χερσονήσου της Πελοποννήσου στη νότια Ελλάδα κατά τον Μεσαίωνα και την πρώιμη νεότερη περίοδο. Το όνομα χρησιμοποιήθηκε για τη Βυζαντινή επαρχία γνωστή ως Δεσποτάτο του Μορέως, από την Οθωμανική Αυτοκρατορία για το Μορέα Eγιαλέτ και από τη Δημοκρατία της Βενετίας για το βραχύβιο Βασίλειο του Μορέα.

Ετυμολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπάρχει κάποια αβεβαιότητα για την προέλευση του μεσαιωνικού ονόματος «Μωρέας», που καταγράφεται για πρώτη φορά μόλις τον 10ο αιώνα στα Βυζαντινά χρονικά.

Παραδοσιακά, οι μελετητές πίστευαν ότι το όνομα προήλθε από τη λέξη μωρέα, δηλ. το δένδρο μουριά, [1] ένα δέντρο που, αν και ήταν γνωστό στην περιοχή από την αρχαιότητα, απέκτησε αξία μετά τον 6ο αι., όταν έτρωγαν φύλλα μουριάς οι μεταξοσκώληκες, που μεταφέρθηκαν λαθραία από την Κίνα στο Βυζάντιο. Ο Μωρέας έγινε διάσημος λόγω της σηροτροφίας.

Ο Βρετανός Βυζαντινολόγος Στήβεν Ράνσιμαν πρότεινε ότι το όνομα προέρχεται «από την ομοιότητα του σχήματός του σε αυτό ενός φύλλου μουριάς». [2]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μωρέας περί το 1265 και οι γύρω περιοχές: η Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τα Φραγκικά κράτη της Ελλάδας. Χάρτης από τον Ιστορικό Άτλαντα του Γουίλιαμ Ρ. Σέπερντ (1911).

Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τις δυνάμεις της Δ' Σταυροφορίας (1204), δύο ομάδες Φράγκων ανέλαβαν την κατάληψη του Μωρέα. Δημιούργησαν το πριγκιπάτο της Αχαΐας, ένα σε μεγάλο βαθμό ελληνο-κατοικημένο κράτος που κυβερνούσε ένας Λατίνος (Δυτικός) μονάρχης. Αναφερόμενοι στην Πελοπόννησο, οι Φράγκοι ακολούθησαν την τοπική πρακτική και χρησιμοποίησαν το όνομα «Μωρέας».

Ο σημαντικότερος πρίγκιπας στον Μωρέα ήταν ο Γουλιέλμος Β΄ του Βιλαρντουέν (1246 – 1278), ο οποίος οχύρωσε τον Μυστρά κοντά στην αρχαία Σπάρτη το 1249. Αφού έχασε τη Μάχη της Πελαγονίας (1259) εναντίον του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου, ο Γουλιέλμος Β΄ για να ελευθερωθεί από την αιχμαλωσία, παραχώρησε το μεγαλύτερο μέρος του ανατολικού τμήματος του Μωρέως και τα νεόκτιστα οχυρά του. Μία αρχική Βυζαντινή προσπάθεια να ανακατακτηθεί ολόκληρη η χερσόνησος απέτυχε στις μάχες της Πρινίτσας και του Μακρυπλαγίου, και οι Βυζαντινοί και οι Φράγκοι συμβιβάστηκαν σε μία δυσάρεστη συνύπαρξη.

Στα μέσα του 14ου αιώνα, ο μετέπειτα Αυτοκράτορας Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός αναδιοργάνωσε τον Μορέα σε δεσποτάτο του Μωρέως. Οι γιοι του αυτοκράτορα με το βαθμό των δεσποτών συνήθως στέλνοντο να κυβερνήσουν την επαρχία ως εισόδημα. Μέχρι το 1430 οι Βυζαντινοί ανέκτησαν τελικά το υπόλοιπο του φραγκικού τμήματος του Μοριά, αλλά το 1460 η χερσόνησος καταλήφθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά και κατακτήθηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Σε αυτές τις κατακτήσεις, οι παραθαλάσσιες με λιμάνια πόλεις παρέμειναν στα χέρια των Ενετών όπως η Μονεμβάζια, το Λεπάντο, το Μοντόν, η Κορόν, αλλά αυτά τα μέρη καταλήφθηκαν επί Βαγιαζήτ Β΄ και Σουλεϊμάν Α΄. [3] Τον Ιούλιο του 1461 καταλήφθηκε το τελευταίο καταφύγιο, το κάστρο Σαλμενίκου στην Αχαΐα. [4] [5] [6] [7] [8]

Η χερσόνησος καταλήφθηκε για τη Δημοκρατία της Βενετίας από τον Φραντσέσκο Μοροζίνι κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Mωρέως το διάστημα 1684–99. Η Βενετική κυριαρχία αποδείχθηκε αντιδημοφιλής και οι Οθωμανοί ανακατέλαβαν τον Μωρέα σε μία αστραπιαία εκστρατεία το 1714. Υπό την ανανεωμένη Οθωμανική κυριαρχία, με κέντρο την Τριπολιτσά, η περιοχή γνώρισε σχετική ευημερία. Το δεύτερο ήμισυ του 18ου αι. χαρακτηρίστηκε από ανανεωμένη δυσαρέσκεια. Ένοπλες ομάδες κλεφτών εμφανίστηκαν, απτόητοι από τη βάναυση καταστολή της εξέγερσης του Ορλώφ. Διεξήγαγαν ανταρτοπόλεμο κατά των Τούρκων, βοηθούμενοι τόσο από την παρακμή της Οθωμανικής εξουσίας, όσο και από την ανάδειξη της ελληνικής εθνικής συνείδησης. Τελικά, ο Μωρέας και οι κάτοικοί του αποτέλεσαν το λίκνο και τη ραχοκοκαλιά της Ελληνικής Επανάστασης.

Χρονικόν του Μωρέως[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ανώνυμο Χρονικόν του Μωρέως του 14ου αι. αφηγείται γεγονότα της εγκαθίδρυσης της φεουδαρχίας από τους Φράγκους στην ηπειρωτική Ελλάδα μετά τη Δ΄ Σταυροφορία. Παρά την αναξιοπιστία του σχετικά με τα ιστορικά γεγονότα, το Χρονικόν είναι διάσημο για τη ζωηρή απεικόνιση της ζωής στη φεουδαρχική κοινότητα. Η γλώσσα στις ελληνικές εκδόσεις είναι αξιοσημείωτη, καθώς αντικατοπτρίζει τη γρήγορη μετάβαση από τη Μεσαιωνική στη Νέα Ελληνική. Η αρχική γλώσσα του Χρονικού αμφισβητείται, αλλά η πρόσφατη μελέτη προτιμά την ελληνική έκδοση στο χειρόγραφο MS Havniensis 57 (14ου – 15ου αι., στην Κοπεγχάγη). Άλλα χειρόγραφα περιλαμβάνουν το Ms Parisinus graecus 2898 (15ου – 16ου αι., στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας, στο Παρίσι). Η διαφορά ενός αιώνα περίπου στα κείμενα δείχνει σημαντικό αριθμό γλωσσικών διαφορών, λόγω της ραγδαίας εξέλιξης της ελληνικής γλώσσας.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Henry George Liddell, Robert Scott, A Greek-English Lexicon, μορέα». Perseus.tufts.edu. Ανακτήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 2013. 
  2. Runciman, A Traveller's Alphabet, "Morea")
  3. «Mora Yarımadası». Ansiklopedika. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Ιουνίου 2021. Ανακτήθηκε στις 24 Ιουνίου 2021. 
  4. «Monemvasia». Monemvasia. 28 Απριλίου 1941. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Αυγούστου 2018. Ανακτήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 2013. 
  5. «Monemvasia Lakonia Peloponnese Greece. The travel and holidays guide to Monemvassia in Laconia. Sparti, Gytheio, Mystras, Mani, Elafonissos, Gytheio. Travel greece». Thegreektravel.com. 26 Αυγούστου 2013. Ανακτήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 2013. 
  6. «Welcome to our homepage». Katsoulakos.com. Ανακτήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 2013. 
  7. «Genealogy - Geni - private profile - Genealogy». Geni. Ανακτήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 2013. 
  8. «The journal of Hellenic studies». Ανακτήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 2013. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]