Δημοτικό τραγούδι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Στίχοι και μελωδία ποιμενικού τραγουδιού από την Αρκαδία, 1826.

Το ελληνικό δημοτικό τραγούδι ως λογοτεχνικό είδος αντλεί το υλικό του από την προφορική λογοτεχνική παράδοση, δηλαδή αυτήν που αναπτύσσεται από την ανάγκη που έχει κάθε άτομο και γενικότερα κάθε λαός να εκφράσει τα συναισθηματικά του και ψυχικά φορτία, τα ιδανικά του, τους πόνους και τις χαρές του, ακόμη τις εντυπώσεις και τις σκέψεις του μέσα στην ευκολομνημόνευτη ποίηση.

Γενικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δημοτική ποίηση έχουν αναπτύξει σχεδόν όλοι οι λαοί. Στον ευρύτερο γεωπολιτικό χώρο των Βαλκανίων η δημοτική ποίηση είναι ιδιαίτερα έντονη ακριβώς λόγω των πολλών ιστορικών εξελίξεων που συνέβησαν από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα η οποία και συνδέεται με τις όψεις της κοινωνικής δραστηριότητας κάθε εποχής, ή -στην περίπτωση των επικών κλέφτικων- με την πρακτική της κοινω­νικής αντί­δρασης, ατομικής ή συλλογικής, στον εκάστοτε εξουσιαστικό φορέα. Κατόπιν συνδέθηκε στενά με την πρακτική της εθνογένεσης, υπό την επίδραση της ρομαντικής ιδεολογίας του volksgeist.

Καθο­ριστικός παράγοντας στη διαμόρφωση του χαρα­κτήρα της προφορικής λογοτεχνίας αποτελεί αναμφισβήτητα η σύνδεσή της με προγενέστερα είδη. Η συνεχής αναδημιουργία και μετάλλαξη αποκαλύπτεται κυρίως με όσα απορρόφησε το συγκεκριμένο είδος κατά την πορεία του μέσα στον χρόνο. Η αφομοίωση ξένων στοιχείων σχετίζεται με διαφορετικούς τρόπους ζωής, σύμφωνα με τους οποίους νέα γεγονότα καθορίζουν και επιβάλλουν τις διαδικασίες επιλογής των απορροφούμενων στοιχείων. Ωστόσο, αυτή η διαδικασία εκσυγχρονισμού είχε ως αποτέλεσμα τον βαθμιαίο εκτοπισμό αυθεντικών παραδοσιακών στοι­χείων.

Δημοτικό τραγούδι και παραδόσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

«Και στη δεξιά μου τη μεριά ν΄αφήστε παραθύρι,

να μπαίνει ό ήλιος το πρωϊ και το δροσό το βράδυ,
να μπαινοβγαίνουν τα πουλιά, της άνοιξης τ΄αηδόνια,
και να περνούν οι γέμορφες, να με καλημεράνε».

Του Κλέφτη το Κιβούρι

Ως παράδοση ή θρύλος αναφέρεται η μυθική (προφορική) αφήγηση, άμεσα συνδεδεμένη με δεδομένο τόπο, χρόνο και πρόσωπα. Οι φανταστικές επινοήσεις αλληλο­συμπλέκονται με ιστορικά ή πρωτοϊστορικά στοιχεία της προφορικής παράδοσης και το ακροατήριο τις αποδέχεται συνήθως ως αληθινές1. Το αποτέλεσμα της συνδυαστικής εκφοράς του λόγου είναι η συναισθηματική φόρτιση όχι μόνο του υποκειμένου που δρα αλλά και του ακροατηρίου. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται ο υποβλητικός χαρακτήρας της αφήγησης και η πίστη στο περιεχόμενό της. Οι αναφορές σε ορισμένο τόπο, χρόνο και πρόσωπο αποτελούν το ρεαλιστικό χαρακτήρα της παράδοσης, όπως συμβαίνει άλλωστε και στο δημοτικό τραγούδι. Ο γεωγραφικός χώρος, οι περιγραφές από την καθημερινότητα της κοινοτικής ζωής ή χρηστικά αντικείμενα, όπως η βρύση, ο μύλος, ο βράχος, το γεφύρι, η στάμνα, το δακτυλίδι, ή η βέρα, το μαντήλι, κ.α «αποδεικνύουν» την εγκυρότητα του συμβάντος που περιγράφεται2. Στα παραδοσιακά δημοτικά τραγούδια διακρίνουμε στοιχεία που σχετίζονται με την κοινωνική, θρησκευτική και υλική ζωή των Ελλήνων.

Καλέσματα του γάμου

Εξίσου κοινό σημείο της παράδοσης και του δημοτικού τραγουδιού είναι η αναγωγή της αφετηρίας τους σε βαθύτερες ρίζες3. Έτσι τα θέματα και τα μοτίβα των δημοτικών τραγουδιών, όπως και της παράδοσης, πέρασαν στα νεότερα σημερινά τραγούδια.

Κοινοί είναι στις περισσότερες των περιπτώσεων και οι λόγοι που οδηγούν στη δημιουργία των τραγουδιών και της λαϊκής παράδοσης. Τόσο τα ιστορικά γεγονότα όσο και καθαρά ψυχολογικές δομές στην ατομική και τη συλλογική λειτουργία, είναι ικανές να προκαλέσουν την αυθόρμητη λυρική δημιουργία. Το δημοτικό τραγούδι, με την έννοια της απρόσωπης ποιητικής και μουσικής δημιουργίας, αντιστοιχεί στο κοινωνικό στρώμα της πατριάς. Στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, σε μια ομάδα που χαρα­κτηρίζεται από την κλειστή αγροτική οικονομία, υπάρχει ο τραγουδιστής, ο άνθρωπος που φτιάχνει το τραγούδι, χωρίς ωστόσο να έχει τη συνείδηση δημιουργού.

Η συλλογικότητα είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα και των δύο ανωτέρω ειδών της προφορικής λογοτεχνίας. Κατά τη δημιουργία των παραδόσεων, όπως και των δημοτικών τραγουδιών, ο δημιουργός συνθέτει αυτό που αργότερα μετουσιώνεται σε πνευματικό προϊόν της κοινότητας. Καθώς το τραγούδι μοιράζεται, στην πραγματικότητα μεταβάλλεται σε συνθετικό έργο ολόκληρων γενεών. Η ομήγυρη και η κοινωνική πραγμα­τικότητα αναπλάθει και αναπροσαρμόζει την παράδοση, όπως άλλωστε και ο καθένας που τραγουδάει το τραγούδι και το αλλάζει, είτε γιατί δεν το θυμάται, είτε γιατί το προσαρ­μόζει στη δική του ψυχική ιδιοσυγκρασία4, εξ ου και οι διάφορες παρατηρούμενες παραλλαγές.

, τα φανταστικά και καθ’ υπερβολήν στοιχεία που παρουσιάζουν και τα δύο είδη καταλήγουν σε υποβλητικό αφηγηματικό χαρακτήρα και ενδυναμώνουν την πίστη στο περιεχόμενό τους. Στο σημείο αυτό αξιοσημείωτη διαφορά εντοπίζεται στην αδυναμία των προσώπων της παράδοσης κατά τις αναμετρήσεις τους με το υπερφυσικό στοιχείο και την παθητική υποταγή τους. Διαφορετικός εμφανίζεται ο κεντρικός χαρακτήρας τόσο των ακριτικών τραγουδιών, όσο και των κλέφτικων που δε γνωρίζει και δεν επιθυμεί συμβιβασμούς στη δράση του5.

" «Πλην της αρχαίας απλότητας και λιτότητας, παρατηρούμεν και ακραφνές νεωτερικόν πάθος και σθένος ακαταδάμαστον εις τα δημοτικά τραγούδια, όπου η γλώσσα είναι έμπνεως ορμής προς απόσεισιν του ξενικού ζυγού και αδιαλλάκτου μίσους προς τους απίστους μουσουλμάνους. Τα κλέφτικα τραγούδια νομίζεις πως είναι χείμαρροι αφρισμένοι, εκρέοντες όχι από ανθρώπινα χείλη, αλλ΄από τους βράχους της Οίτης και του Ολύμπου». Καρλ Μέντελσον Μπαρτόλντι

Ιστορικές συνάφειες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο κορυφαίος Γερμανός στοχαστής και συγγραφέας Γκαίτε που εκτιμούσε ιδιαίτερα το ελληνικό δημοτικό τραγούδι και εμπνεύστηκε και απ΄ αυτό

Το ελληνικό δημοτικό τραγούδι δεν έπαψε ποτέ να υφίσταται όπως και δεν έπαψαν οι Έλληνες να γλεντούν, να παντρεύονται ή να μοιρολογούν τα προσφιλή τους πρόσωπα. Η δημοτική ποίηση εμφανίζεται με την ίδια κοινωνική συμπτωματολογία της ανώνυμης ποίησης που ανιχνεύουμε στην αρχαιότητα. Το δημοτικό τραγούδι συνεχίζει αδιάλειπτα να αποτελεί τον εκπολιτιστικό καρπό μιας κοινωνίας που χαρακτηριζόταν από την πατριαρχική της οργάνωση και την κλειστή αγροτική οικονομία της.

Ο βασικός πυρήνας των δημοτικών τραγουδιών περιλαμβάνει στοιχεία κυρίως μη αφηγηματικά, στα οποία κυριαρχεί το συναίσθημα και οι άμεσες αναφορές στην καθη­μερινή ζωή, τις χαρές τις λύπες του λαού που τα δημιουργεί και τα χρησιμοποιεί. Τόσο στον κύκλο της ζωής (νανουρίσματα, ταχταρίσματα, μοιρολόγια, γάμου, ξενιτιάς) όσο και στον κύκλο του χρόνου (κάλαντα, αποκριάτικα) τα δημοτικά τραγούδια είναι αλληλένδετα με τα σχετικά έθιμα.

Από τις ανωτέρω κατηγορίες, βάσει της ταξινόμησης των ελληνικών τραγουδιών που επιχειρεί ο Νικόλαος Πολίτης, ξεχωρίζουν για τη σύνδεσή τους με την ιστορία και την αφηγηματικότητά τους τα επικά τραγούδια. Στα επικά ανήκουν τα «ακριτικά», τα παλαι­ότερα δημιουργήματα της δημοτικής ποίησης του Πόντου και της Καππαδοκίας, που αφηγούνται τις δοκιμασίες των ακριτών της βυζαντινής περιόδου, αλλά αντλούν το υλικό τους από την αρχαιότερη παράδοση της ευρύτερης ιρανοαφγανικής επικράτειας και τις επικές αφηγήσεις των πεχλιβά(νηδων) ακριτών της επαρχίας του Σεϊστάν6.

Από την ίδια κατηγορία των επικών προβάλλουν τα «κλέφτικα», που τραγουδούν την αγωνία του Ελληνισμού στα χρόνια της σκλα­βιάς και τα «ιστορικά», που παραθέτουν ιστορικά γεγονότα, αλώσεις πόλεων, μάχες, πολιορκίες και γενναίες πράξεις αγωνιστών. Ορισμένα από τα «ιστορικά» τραγούδια αναφέρονται και σε γεγονότα της νεότερης ελληνικής ιστορίας, της περιόδου 1881-1913, της μικρασιατικής καταστροφής, του β’ παγκόσμιου πόλεμου και του εμφυλίου7.

Είναι γεγονός ότι μετά την οθωμανική κατάκτηση οι Έλληνες υπόδουλοι, ευρισκόμενοι ως κοινωνική ομάδα στο περιθώριο ενός αρνητικού απέναντί τους κράτους, του οθωμανικού, στήριξαν την ομαδική τους λειτουργία στην παράδοσή τους.[1] Το δημοτικό τραγούδι, εξελισ­σόμενο παρακολουθούσε την ιστορική πορεία του Ελληνισμού, εκφράζοντας τις ιδιαιτε­ρότητες της ελληνικής κοινωνίας, αντανακλώντας τις εκάστοτε επικρατούσες συνθήκες, σχολιάζοντας τα γεγονότα. Στο πλαίσιο αυτό, ο λαο­γράφος Σπυρίδων Ζαμπέλιος θεωρούσε ότι τα δημοτικά τραγούδια γεννήθηκαν μόλις χάθηκε η πολιτική ελευθερία και σκοπός τους ήταν να διαμηνύουν την ανάκτησή της. Τα τραγούδια, ο λαϊκός στίχος, οι κλέφτες «περί την αυτήν, ως έγγιστα, εποχήν θέλουσι αποσυρθεί της σκηνής, ήγουν τότε, ότε σύμπαν πολιτικώς το γένος αποκατασταθήσεται»8.

Τα λόγια αυτά, εκτός από την οριοθέτηση της πορείας των δημοτικών τραγουδιών, υποδηλώνουν την εθνική σκοπιμότητα που παρεισέφρυσε στη μελέτη και χρήση τους, μια τάση που κυριάρχησε και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ειδικότερα στον ελληνικό χώρο, το δημοτικό τραγούδι με την ποιητική αρετή του, ως ανάγκη πολιτιστικής φυσιογνωμίας, ως ζήτημα επιβίωσης, χρησιμοποιήθηκε αντισταθμιστικά ως προς τις θεωρίες του Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράυερ, λειτούργησε ως αποδει­κτική ζεύξη της ιστορικής συνέχειας του έθνους ανά τους αιώνες και ιδιαίτερα από το αποκαλούμενο ένδοξο ηρωικό παρελθόν της αρχαιότητας.

Ανακαλύπτοντας τη λαϊκή ποίηση, οι μελετητές και οι συλλογείς των δημοτικών τραγουδιών, απέκτησαν εθνική αυτοπεποίθηση και οδηγήθηκαν, καθώς φαίνεται, σε υπερβολές. Παραβλέποντας την αυστηρά οργανωμένη, μονότονα επαναλαμβανόμενη μορφή του δημοτικού τραγουδιού, όπως άλλωστε κάθε προφορικής λογοτεχνίας, προχώρησαν στην τροποποίησή του. Στα βήματα του Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου, ο θεμελιωτής της επιστήμης της λαογραφίας Νικόλαος Πολίτης, αλλά και ο μαθητής του Στίλπων Κυριακίδης αναδημοσίευαν νοθευμένα δημοτικά τραγούδια παράγοντας εξιδανικεύσεις και ιδεολογήματα περί ηρωικής επανάστασης και εθνικής παλιγγενεσίας9.

Τα δημοτικά τραγούδια στο πέρασμα του χρόνου υπέστησαν αρκετές αλλοιώσεις και σώζονται σε πολλές παραλλαγές. Πολλά παλιά δημοτικά τραγούδια που συγκεντρώθηκαν και ταξινομήθηκαν τον 19ο αι. έως τις αρχές του 20ού αι., ακόμη και τη στιγμή της καταγραφής τους από τους Έλληνες και ξένους μελετητές και λαογράφους, είτε καταγράφτηκαν σε κάποια ήδη υπάρχουσα παραλλαγή, είτε υπέστησαν παραποιήσεις και γλωσσικές αλλοιώσεις κατά την καταγραφή, αλλοιώσεις που υπαγορεύτηκαν από τις επικρατούσες απόψεις των λογίων της εποχής και τις προσωπικές γλωσσικές επιλογές των καταγραφέων10.

Επιπλέον, είναι διαπιστωμένο ότι τα ακόμη «νωπά» δημοφιλή κλέφτικα και ιστορικά τραγούδια της επανάστασης, περιβεβλημένα με τους θρύλους και τα κατορθώματα της κλεφτουριάς και του αγώνα, υπέστησαν με τη διάδοσή τους τα αμέσως μετέπειτα χρόνια πολλές τροποποιήσεις και παραλλαγές στο στόμα του λαού. Και αυτό συνεχίστηκε μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, εποχή που σύμφωνα με τους μελετητές αποτελεί ορόσημο για τον κύκλο του (αυθεντικού) δημοτικού τραγουδιού. Φαίνεται πως το ποιητικό περιεχόμενο μετουσιώνεται σε ιδεο­λόγημα, καθώς προσαρτώνται στην ιστορική διαδρομή ένδοξα κατορθώματα. Σε αυτά τα κατορθώματα οι αρματολοί δεν έχουν θέση, ενώ οι κλέφτες, διακριτό παράδειγμα προ­επαναστατικής ένοπλης αντίστασης, έγιναν «πολέμιοι των Μουσουλμάνων και προ­στάτες των Χριστιανών11. Ταυτόχρονα, αποσιωπήθηκε η αλληλεπίδραση της ελληνικής και τουρκικής μουσικής12.

Στο επιστημονικό έργο της λαογραφίας προστέθηκαν αργότερα οι μουσικές κατα­γραφές τραγουδιών. Οι πρώτοι λαογράφοι περιορίζονταν στα κείμενα. Ο Νικόλαος Πολίτης δεν ασχολήθηκε ο ίδιος με με την μουσική καταγραφή, αλλά την περιέλαβε στο διάγραμμα της λαογραφικής ύλης του. Το 1930, ωστόσο, σημειώθηκε σημαντική μεταβολή στη μελέτη της μουσικής του δημοτικού τραγουδιού και άρχισαν να γίνονται οι πρώτες συστηματικές μουσικολογικές παρατηρήσεις. Μεταγενέστεροι λαογράφοι εξέτασαν τους δρόμους των τραγουδιών, με συνέπεια να αποδειχθεί η μη καλλιτεχνική αυτονομία, όπως άλλωστε συμβαίνει σε οποιαδήποτε εκδήλωση λαϊκής τέχνης. Καθώς η παραδοσιακή μουσική δεν συνιστά ένα ερμητικά κλειστό σύστημα, μέσω των δρόμων του εμπορίου ταξίδευε ως πολιτισμικό προϊόν και υιοθετείτο σε άλλες επικράτειες καθιστώντας δυσδιάκριτο πλέον τον τόπο παραγωγής του13.

Το δημοτικό τραγούδι εκφράζεται με ποιητική και μουσική αρτιότητα ανώνυμης διεργασίας, προφορικής λαϊκής παράδοσης και αυτοσχεδιαστικής αρχής. Η δημοτική μουσική είναι καταρχήν τροπική, ώστε να μην επιτρέπει στο μη μυημένο να συλλάβει τις καθοριστικές ιδιαιτερότητές της διαβάζοντας απλώς μια μελωδία στο πεντάγραμμο. Αυτός που θα προσπαθήσει να συνοδέψει μια μελωδία θα διαπιστώσει ότι η λογική του τρόπου είναι πιο περιοριστική από αυτήν της κλίμακας. Επιπλέον, δεν ακολουθεί το συγκερασμό και είναι προσαρμοσμένη στις φυσικές κλίμακες και στη γνωστή διαφορετικότητα των μουσικών διαστημάτων. Ως προς τον τρόπο εκτέλεσης και μελωδικής σύστασης τα δημοτικά τραγούδια είναι μονοφωνικά. Έχουν ως βάση μια μελωδία και τραγουδιούνται από έναν ή ομάδες τραγουδιστών και οργανοπαιχτών.

Εξαίρεση αποτελεί η πολυφωνία σε ορισμένα τραγούδια της Ηπείρου14, που καλλιεργεί την εντύπωση χορωδιακού τραγουδιού. Δεδομένου ότι η πολυφωνική μουσική θεωρείται εξέλιξη της μονοφωνικής, διατυπώνονται διάφορες απόψεις. Ο Φοίβος Ανωγειανάκης πιστεύει ότι ο εκσυγχρονισμός της λαϊκής μουσικής έφερε τις συγκερασμένες κλίμακες και την πολυφωνική τεχνική, που γενικεύεται βαθμιαία, ενώ παλαιότερα τη συναντούμε μόνο στην καντάδα15.

Ως ζωντανά είδη της προφορικότητας οι παραδόσεις και τα δημοτικά τραγούδια συνδέονται άμεσα με τα ιστορικά γεγονότα και με τη συμπεριφορά των μελών της κοινότητας. Από την παρακολούθηση της πορείας του δημοτικού τραγουδιού συμπε­ραίνεται ότι ως ξεχωριστή κατηγορία τα επικά τραγούδια είναι αυτά που δημιουργήθηκαν βάσει ιστορικών γεγονότων που εκτυλίχθηκαν στον ελλαδικό χώρο της οθωμανικής επικράτειας, σε ορισμένο χρόνο και περιοχή, αντίθετα από τις άλλες κατηγορίες που έχουν ως αφορμές δημιουργίας τον έρωτα, τη γέννηση του παιδιού, το θάνατο, τη ξενιτιά, και τις οποίες μπορούμε να θεωρήσουμε παγκόσμιες.

Η τάση αναζήτησης και καταγραφής των εκφραστικών δημιουργιών του αγροτικού κόσμου κατά τον 19ο αιώνα δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από την ανάπτυξη των πολιτικών και πνευματικών ρευμάτων του εθνικισμού και του ρομαντισμού αντίστοιχα. Με το κλέφτικο τραγούδι ενισχυόταν το ιδεολόγημα της διαρκούς αντίστασης στην καταπίεση που ασκούσαν όλοι οι πιθανοί φορείς τοπικής και συλλογικής εξουσίας, όπως συνέβαινε με όλα τα είδη σχεδόν επικού τραγουδιού στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο.

Βασικά χαρακτηριστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα βασικά χαρακτηριστικά του δημοτικού τραγουδιού, με τα οποία και χαρακτηρίζεται ως τέτοιο συνοψίζονται στα ακόλουθα δέκα:

  1. Η ανωνυμία του δημιουργού. Ο δημιουργός και συνθέτης του δημοτικού τραγουδιού παραμένει άγνωστος.
  2. Η απροσδιοριστία του ακριβούς τόπου προέλευσης. Μπορεί να είναι γνωστός ο τόπος αναφοράς, όχι όμως ο ακριβής τόπος σύνθεσης.
  3. Η απροσδιοριστία του ακριβούς χρόνου σύνθεσης. Μπορεί να είναι γνωστός ο χρόνος αναφοράς, όχι όμως ο ακριβής χρόνος σύνθεσης.
  4. Η λαϊκή έκφραση ακολουθώντας τοπικά ιδιώματα. Το δημοτικό τραγούδι αποδίδεται πάντα με το χρονικά τοπικό γλωσσικό ιδίωμα.
  5. Ο λαϊκός ψυχισμός, όπως αυτός εκδηλώνεται στη ζωή.
  6. Οι παρατηρούμενες παραλλαγές. Όσες περισσότερες παραλλαγές παρατηρούνται τόσο περισσότερο φέρεται καταξιωμένο.
  7. Η απόδοση σε τραγούδι και όχι ποίημα. Το δημοτικό τραγούδι δεν απαγγέλλεται.
  8. Το ζωντανό ύφος και η ρεαλιστική περιγραφή, και τέλος
  9. Το χαρακτηριστικό μέτρο. Ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος (πολιτικός στίχος) κυριαρχεί απόλυτα. Ακολουθούν, με μεγάλη διαφορά, ο ιαμβικός δωδεκασύλλαβος και ο τροχαϊκός στίχος. Η ομοιοκαταληξία σπανίζει, κάποιες φορές είναι συμπτωματική και είναι απαραίτητη μόνο στα λιανοτράγουδα.
  10. Ο αθλητισμός του κειμένου.

Είδη δημοτικού τραγουδιού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ελληνικό δημοτικό τραγούδι ανάλογα με το θέμα του διακρίνεται στα ακόλουθα βασικά είδη:

  1. Ακριτικό (π.χ. Ο θάνατος του Διγενή)
  2. Κλέφτικο (π.χ. Μάνα μου τα κλεφτόπουλα, Του Βασίλη)
  3. Ιστορικό
  4. Θρησκευτικό
  5. Παραλογήα[›] (π.χ. Το γεφύρι της Άρτας, Του νεκρού αδελφού)
  6. Νανούρισμα
  7. Ταχτάρισμα
  8. Λάχνισμα
  9. Ερωτικό
  10. Γαμήλιο
  11. Ξενιτιάς
  12. Εορταστικό
  13. Μοιρολόγι
  14. Γνωμικό
  15. Σατιρικό
  16. Βαΐτικο κ.ά.

Σημειώνεται ότι τα τέσσερα πρώτα μπορεί ν΄ αποτελούν έπη ή μυθιστορίες και κατά είδος να δημιουργούν σειρά, τους λεγόμενους κύκλους (π.χ. ακριτικός κύκλος).

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

^ α: «Εις τα εθνικά εκείνα άσματα των Ελλήνων, όσα υπόθεσιν έχουν ιδεώδη ή πεπλασμένην, η φαντασία του λαού εκδηλώνεται μετά περισσής ποικιλίας, ελευθερίας και δυνάμεως» Κλοντ Φοριέλ

Παραπομπές-Υποσημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Η απομόνωση μεγάλων αγροτικών περιοχών , το σταμάτημα των ανταλλαγών και η τουρκική καταπίεση,έδωσαν μεγαλύτερο βάρος στη στοματική παράδοση, γιατί αυτό ήταν το μόνο μέσο ψυχαγωγίας» Γιάνης Κορδάτος, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Από το 1453 ως το 1961, τόμος πρώτος, εκδ.Επικαιρότητα, Αθήνα, 1983, σελ.102
  • 1: Βλ. Μ. Παπαχριστοφόρου, 2002, «Παραδόσεις», Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι, Τόμος Γ, Πάτρα: ΕΑΠ, 97, για τα υπερφυσικά πλάσματα που κινούνται στους γνώριμους χώρους της κοινότητας.
  • 2: Στο ίδιο, 97.
  • 3: Μιρασγέζη Μ.Δ., 2002, «Εισαγωγή στο δημοτικό τραγούδι», Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι, Τόμος Γ, Πάτρα: ΕΑΠ, 156.
  • 4: Στο ίδιο, 154.
  • 5: Στο ίδιο, 161.
  • 6: Βερνίκος Ν., 2004, Μανδαίοι, ο λαός της τέταρτης θρησκείας, Αθήνα: Ιάμβλιχος, 181-193
  • 7: Μιρασγέζη Μ.Δ., ό.π., 163.
  • 8: Ζαμπέλιος Σ., Άσματα Δημοτικά, Κέρκυρα 1852, 474-475.
  • 9: Λέκκας Δ., Τζάκης Δ., 2003, «Ιδεολογικά και Μουσικά Μεταίχμια της Νεότερης Περιόδου», στο Τέχνες ΙΙ: Επισκόπηση Ελληνικής Μουσικής και Χορού, τ. Γ, Πάτρα: ΕΑΠ, 287.
  • 10: Ο ίδιος ο Πολίτης αναφέρει ότι το «Μάνα, σου λέω δεν μπορώ τους Τούρκους να δουλεύω...», που θεωρήθηκε «ακραιφνώς δημώδες» είναι διασκευή δημοτικοϋ άσματος, «Του Βασίλη», καμωμένη από τον Πέτρο Λάμπρο. Πολίτης Ν.Γ, 2001, Εκλογαί από τα Τραγούδια του Ελληνικού Λαού, Εκάτη: Αθήνα.
  • 11: Τζάκης Δ., «Το Κλέφτικο και το Ρεμπέτικο τραγούδι: εθνικοί Μύθοι και Λαογραφικές Αναζητήσεις», ό.π., 299.
  • 12: Οι αμανέδες θεωρούνταν τουρκικοί και για αυτό ποτέ δεν καταγράφηκαν στις συλλογές. Μ. Μερακλής, ό.π, 87.
  • 13: Η Μέλπω Μερλιέ στη μελέτη της έγραψε ότι μαζί με τα σκουμπριά και τις παλαμίδες πήγαιναν και τα τραγούδια. Βλ. Μερακλής Μ., 1992, Λαϊκή Τέχνη Ελληνική Λαογραφία, τομ Γ΄, Αθήνα: Οδυσσέας, 81.
  • 14: Β. Ήπειρος, Λάκκα Πωγωνίου, μερικά μεμονωμένα χωριά της επαρχίας Κόνιτσας. Βλ. Καβακόπουλος Π., 1978, «Μουσική αποστολή στην Ήπειρο», Δωδώνη, 7, 365.
  • 15: Ανωγειανάκης, Φ., 1974, «Το γενεαλογικό δέντρο ενός μουσικού», Λαογραφία, 29, 104 και σημ. 1. Να σημειώσουμε εδώ ότι η περιοχή αυτή δεν είναι ιδιαίτερα ανοικτή σε ξένες επιδράσεις ή εξελίξεις. Χαρακτηριστικό είναι ότι τη συναντάμε στους Αλβανούς, Λιάπηδες, Τόσκηδες, ενώ βορειότερα ακούγεται αποκλειστικά ο μονοφωνικός τρόπος.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ανωγειανάκης Φ., 1974, «Το γενεαλογικό δέντρο ενός μουσικού», Λαογραφία, 29.
  • Δαμιανάκος Σ., 1987, Παράδοση ανταρσίας και λαϊκός πολιτισμός, Αθήνα: Πλέθρον,
  • Ζαμπέλιος Σ., 1852, Άσματα Δημοτικά, Κέρκυρα.
  • Καγκελάρης, Ν. (2015),«Γαμήλιοι Θρήνοι: Σαπφώ (Fr. 109 LP, Fr. 104(a) LP)- Κάτουλλος (c. 62. 20-5)- νεοελληνικό δημοτικό τραγούδι»,στο Αυδίκος, Ε.- Κοζιού-Κολοφωτιά,Β. (επίμ.), Πρακτικά 5ου Πανελληνίου Συνεδρίου: «Δημοτικό Τραγούδι και Ιστορία». Καρδίτσα 23 - 25 Οκτωβρίου 2015, Καρδίτσα, σσ.260-70 [1]
  • Καψωμένος Ε., 1996, Δημοτικό τραγούδι. Μια διαφορετική προσέγγιση, Αθήνα: Πατάκης.
  • Κοντογιώργης Γ., 1979, Η ελλαδική λαϊκή ιδεολογία. Πολιτικο-κοινωνική μελέτη του δημοτικού τραγουδιού, Αθήνα: Ν. Σύνορα.
  • Καβακόπουλος Π., 1978, «Μουσική αποστολή στην Ήπειρο», Δωδώνη, 7.
  • Τζάκης Δ., 2002, «Το Κλέφτικο και το Ρεμπέτικο τραγούδι: εθνικοί Μύθοι και Λαογραφικές Αναζητήσεις» Τέχνες ΙΙ: Επισκόπηση Ελληνικής Μουσικής και Χορού, τομ. Γ, Πάτρα: ΕΑΠ,
  • Μερακλής Μ., 1992, Λαϊκή Τέχνη Ελληνική Λαογραφία, Γ΄ τομ. Αθήνα: Οδυσσέας
  • Μιρασγέζη Μ. Δ., 2002, «Εισαγωγή στο δημοτικό τραγούδι», Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι, Τόμος Γ, Πάτρα: ΕΑΠ
  • Παπαχριστοφόρου Μ., 2002, «Παραδόσεις» στο Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι *Χρόνοι, Τόμος Γ, Πάτρα: ΕΑΠ
  • Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης [2]
  • Γιάνης Κορδάτος, Ιστορία της Νεοελληνικής λογοτεχνίας. Από το 1453 ως το 1961, τόμος πρώτος,εκδ.Επικαιρότητα, Αθήνα, 1983

Περαιτέρω ανάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Κλοντ Φοριέλ, Δημοτικά τραγούδια της συγχρόνου Ελλάδος, Εκδ. Νίκος Δ. Νίκας 1956
  • Arnoldvs Passow, Δημοτικά τραγούδια, Εκδ. Ν.Νίκας - Χ. Σπανός, Αθήνα 1958
  • Νικολάου Πολίτη: Εκλογαί από τα τραγούδια του Ελληνικού λαού, Πάπυρος (Βίπερ) χ.χ. / Γράμματα, 1991 / Εκάτη, Αθήνα 2001 / (βλ. εξωτερ. σύνδεσμο : ΜΥΡΙΟΒΙΒΛΟΣ)
  • Γιάνης Κορδάτος, Ιστορία της Νεοελληνικής λογοτεχνίας. Από το 1453 ως το 1961, τόμος πρώτος,εκδ.Επικαιρότητα, Αθήνα, 1983, σελ.101-126
  • Παπαδάκης, Γ., 1983, Λαϊκοί πρακτικοί οργανοπαίκτες, Αθήνα, ISBN13 9789602051658
  • Σάββας Αλ., 1984, Ξηρομερίτικα Δημοτικά τραγούδια, Αθήνα
  • Μαζαράκη Δ., 1984 Το λαϊκό κλαρίνο στην Ελλάδα, Αθήνα 1959, 1984

Εξωτερικοί Σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ψηφιακό αρχείο ΕΡΤ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]